Σαν η θύμηση χαθεί στα μονοπάτια του μυαλού, ξεκινάει ένα μακρύ υπέροχο ταξίδι …

Τελευταίος ήχος η πόρτα του αυτοκινήτου που έκλεινε και αμέσως μετά, το κλειδί, το μαρσάρισμα της μηχανής, ταχύτητα πρώτη και καλό μου ταξίδι.

Η Κυλλήνη, σήμαινε το τέλος της διαδρομής και την αρχή της ευτυχίας και σαν ερχόταν η ώρα για την επιβίβαση στο καράβι, δεν ήξερα σε ποιόν να φωνάξω τη χαρά μου, σε ποιόν να εξομολογηθώ ότι η γη της επαγγελίας, είχε κι έχει ένα και μόνο όνομα. Ζάκυνθος!

Ανέβαινα στο κατάστρωμα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Να πιάσω θέση στη πρύμνη, κάτω από τη σημαία, να αγναντεύω τη θάλασσα και να χαίρεται η καρδιά καθώς έβλεπε το λιμάνι να απομακρύνεται. Να ακούσω το σφύριγμα του πλοίου και να αναπνεύσω την αλμύρα της θάλασσας, για άλλη μια φορά και να παρακαλάω οι φορές να μην τελειώσουν ποτέ…

Σαν ερχόταν η ώρα και το καράβι έλυνε κάβους, ήξερα ότι το πολύ σε δύο ώρες θα ήμουν στο σπίτι μου. Τέντωνα τα πόδια μου στον επτανησιώτικο ήλιο και απολάμβανα αυτό που μόλις ξεκινούσε. Το πανηγύρι της άνοιξης, της Πασχαλιάς, την αναγέννηση της φύσης αλλά και τη γιατρειά της ψυχής μου.

Όταν οι καμπύλες του νησιού άρχιζαν να αχνοφαίνονται καταμεσής του πελάγου, τα μάτια βούρκωναν από την προσμονή για όλα αυτά που θα ζούσα από την αρχή, όπως κάθε χρόνο, σαν ένα έργο που το βλέπεις ξανά και ξανά χωρίς ποτέ να το χορταίνεις κι ας ξέρεις.

Πάσχα λοιπόν είναι …

Το πολύχρωμο ταξίδι στο νησί.
Η διαδρομή από το Κρυονέρι.
Οι φοίνικες.
Το τυρκουάζ που μπλέκεται στο βάθος με το μπλε.
Το στραφτάλισμα του ήλιου πάνω στη θάλασσα.
Η μάνα που με περίμενε με ανοιχτό το πορτόνι για να μπουκάρω με το αυτοκίνητο.
Η αγκαλιά της, η φωνή της και το πιο γλυκό φιλί του κόσμου · ο κόσμος μου όλος!
Το χαμόγελο του πατέρα και το γλυκό του βλέμμα.
Το δωμάτιο με τα φρεσκοστρωμένα σεντόνια και το βάζο με τις μοσχομυριστές πασχαλιές.
Οι γάτες και τα παιχνίδια τους στον κήπο.
Το μεσημεριανό μεγαλοβδομαδιάτικο γεύμα.
Τα βαμμένα αυγά, τα τσουρέκια και τα κουλουράκια της Λαμπρής,
Ο ξάδελφος Αντρέας και το δικό μας έθιμο, “η ζαβολιά της Μεγάλης Πέμπτης αλλά και της Μεγάλης Παρασκευής” έτσι χωρίς λόγο..

“Να έρθεις με τη μεγάλη τσάντα” έλεγε και έφτανα στο Λόφο του Στράνη με την καρδιά πλημμυρισμένη από αγάπη για να σφιχταγκαλιάσω την θεία Άντζελα, τον θείο Χάρη και τη μικρή τότε Μαρίντα. Όλοι τους η δεύτερή μου οικογένεια, τα πολύτιμα μου πλάσματα.

“Χωράει;” ρώταγε ο Αντρέας και σαν τελειώναμε με τις χαιρετούρες, χωνόμασταν στην κουζίνα. Έπαιρνε τα φρεσκοβαμμένα αυγά της μάνας του και τα εκσφενδόνιζε στο ταβάνι για να σπάσουν. Μυαλό κουκούτσι και οι δύο μας. Ξεχώριζε τους κρόκους από το ασπράδι, τα ‘χωνε στην τσάντα μου μαζί με μπόλικο χοιρομέρι, ζυμωτό ψωμί και λαδοτύρι.

Έδειχνα με απορία το ταβάνι της κουζίνας που είχε γεμίσει κοκκινίλες. “Αυτά;” ρώταγα αλλά απάντηση δεν έπαιρνα. Σήκωνε τους ώμους, με βούταγε από το χέρι και κρυβόμασταν στο λιοστάσι, πίσω από την πιο μεγάλη ελιά και το τσιμπούσι κρατούσε μέχρι να μην χωράει άλλο η κοιλιά μας, έτσι σε πείσμα όλων σας.

Δεν ήταν πείνα, ούτε η Μεγάλη Εβδομάδα μας έφταιγε, ήταν το παιχνίδι και η ανάγκη για ζαβολιά, για αταξία, για αυτές τις παιδικές εξυπνάδες που έχουν μείνει ζωντανές μέχρι και σήμερα. Γιατί Μεγάλη Βδομάδα χωρίς τσιμπούσι στο λιοστάσι, νοστιμάδα δεν έχει!

Μεγάλη Παρασκευή ξημέρωνε το δικό μας τάμα.

“Θα πάμε για βουτιά;”
“Εννοείται” κι με αυτή τη λέξη ξεκινούσαν οι θαλασσινές μας περιπέτειες και μόλις είχαμε  σηματοδοτήσει την απαρχή του Καλοκαιριού. Τι σημασία είχε αν έκανε κρύο ή αν έβρεχε, γιατί σχεδόν πάντα έβρεχε την Μεγάλη Παρασκευή στο νησί. Εμείς πιστοί, ακολουθούσαμε το δικό μας τάμα. Γεννήματα της θάλασσας, θα βουτάγαμε ό,τι καιρό κι αν έκανε.

Το ίδιο μεσημέρι όλες οι οικογένειες κατεβαίναμε στην πόλη. Η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου του Μώλου. Η μουσική που έπαιζε η φιλαρμονική με έκανε να ανατριχιάζω, να ρουφάω τη μύτη μου σιγανά και να σκουπίζω τα μάτια γρήγορα και στα κρυφά, μέχρι που κατάλαβα ότι τα μάτια των πιστών, βρυσούλες που έτρεχαν ήταν.

Το βράδυ, πηγαίναμε στην εκκλησία του χωριού. Ο αγαπημένος σε όλους μας θείος Γιάγκος, ήταν ο πιο παράφωνος ψάλτης που είχαμε ακούσει. Την κατάνυξη δεν την ένοιωσα, δεν τα κατάφερα. Έψελνε ο έρμος “Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;” και οι κορώνες που έβγαζε ήταν σαν να γκάριζαν ένα τσούρμο γάιδαροι, κι εμείς πηδάγαμε τα ξασπρισμένα πεζούλια για να μην ακουστεί το γέλιο μας. Η μάνα βούρκωνε, ο πατέρας βαριόταν και περιμέναμε να βγει ο επιτάφιος την πρώτη του βόλτα.

Μόλις οι μεγάλοι γυρνούσαν σπίτι, εμείς τρέχαμε πίσω στην πόλη. Είχαμε δουλειές να κάνουμε. Αλλάζαμε τις ταμπέλες στα μαγαζιά, έθιμο του νησιού που το τηρούσαμε ευλαβικά ή αφαιρούσαμε γράμματα. Έτσι του Κουρείο γινόταν “ουρείο” και μετά, παίρναμε βόλτα όλα τα μπαράκια, γιατί η επίσημη περιφορά του Επιταφίου αλλά και η πρώτη Ανάσταση έπρεπε να μας βρουν ξύπνιους. Κανάτια να σπάνε στην Πλατεία Αγίου Μάρκου το χάραμα, καμπάνες να χτυπάνε και αμέσως μετά συνήθως, ακολουθούσε τουρτοπόλεμος. Τα πολεμοφόδια, τα αγοράζαμε από το ζαχαροπλαστείο του Βερύκιου.

Στο σπίτι, επιστρέφαμε μετά τις εννέα το πρωί γιατί κάποιος έπρεπε να έρθει να μας μαζέψει. Με τις κρέμες και τη σαντιγί να στάζει από τα ρούχα και τα μαλλιά μας, όχι ταξί δεν μας έπαιρνε αλλά ούτε και κάρο.

Η μάνα έφτιαχνε μαγειρίτσα.

“Πήγαινε πλύσου και κοιμήσου” έλεγε και το απόγευμα αναλάμβανα εγώ. Μπούρδες δηλαδή, να στρώσω και να στολίσω το τραπέζι για τους καλεσμένους. Ακόμα και τα λουλούδια στα βάζα, είχαν το δικό της άγγιγμα. Συγγενείς και φίλοι όλοι καλοδεχούμενοι, ακόμα κι αυτοί που τίποτα δεν εκτίμησαν και στο τραπέζι της τσάμπα έκατσαν. Ας είναι, έτσι ήθελε, έτσι κάναμε. Η μυρωδιά της μαγειρίτσας όμως μου τρύπαγε τη μύτη.

“Να κλέψω λίγο;”
“Όχι”
“Έκλεψα” έλεγα και έγλυφα την κουτάλα από την καλή και από την ανάποδη.
“Πρόσεχε μην σου στάξει τίποτα στην κρέμα καραμελέ” έλεγε την οποία την είχε ξεφορμάρει και ετοιμαζόταν να την βάλει στο ψυγείο. Τότε, νόμιζα ότι κάθε Ανάσταση, η μητέρα μου θα είναι εκεί για να μου φτιάχνει μαγειρίτσα και κρέμα καραμελέ. Ευτυχώς, το κεφάλι μου με σκέψεις μαύρες δεν το γέμισα, μα κρέμα καραμελέ δεν έμαθα να φτιάχνω.

Το βράδυ μέχρι να φτάσει η επίσημη ώρα της Ανάστασης δεν περνούσε με τίποτα.

“Μα δεν σας καταλαβαίνω. Τον αναστήσαμε δεν τον αναστήσαμε το πρωί;”
“Ναι”
“Τότε γιατί να περιμένουμε να φάμε μέσα στη μαύρη νύχτα;”
“Το έθιμο παιδί μου, το έθιμο”

Σιγά μην περιμέναμε εμείς το έθιμο. Καβάλα στο μαύρο Τriumph Spitfire, o Τζότζος, ο Ανδρέας κι εγώ αλωνίζαμε τον κόσμο όλο και η ζωή κυλούσε ξέγνοιαστα. Από τις ομορφότερες βόλτες ο δρόμος για τον Βασιλικό. Εκεί κατά το Ξηροκάστελο η ψυχή ξελάφρωνε και το μυαλό άδειαζε μέσα στην τόση ομορφιά με τον Elvis να τραγουδάει διαπασών. Άλλοτε πάλι ανεβαίναμε στη Λούχα για καφέ. Μοναδικό χωριό αλλά ολονών μας η ψυχή ζητούσε θάλασσα, άρα πάλι πίσω να κατεβαίνουμε για να κυλιστούμε στην βρεγμένη άμμο. Και τι πείραζε;

Ταινίες της μεγαλοβδομάδας δεν έβλεπα.

“Έλα βρε παιδάκι μου να δεις λίγο, είναι ένα αριστούργημα” έλεγε συνήθως η μάνα για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ “αχ αυτός ο Τζεφιρέλι”.
“Πόσες χρονιές θα το δεις πια; Εμείς θα πάμε βόλτα με τις μηχανές” απαντούσα κι έτρεχα να αλλάξω παπούτσια.
“Να προσέχετε, μην τρέχετε” έλεγε αλλά ποιός την άκουγε; Η άνοιξη, η θάλασσα, η παρέα και όλο κάποιος νεανικός ανεκπλήρωτος έρωτας ξεροστάλιαζε έξω από την πόρτα. Η ζωή, ντυμένη με τα ανοιξιάτικά της μας περίμενε φορώντας κόκκινα παπούτσια.

Ανήμερα το Πάσχα τα τελευταία χρόνια τα περνάγαμε στο κτήμα του Αγγελόπουλου. Μάζευαν όλους τους φίλους. Από τον παππού μέχρι τον εγγονό, κανείς δεν έλειπε. Ο εφιάλτης μου η ώρα που ερχόταν το αρνί. Πως το έτρωγαν ποτέ μου δεν το κατάλαβα.

Για εμένα Πάσχα ήταν, τα φρέσκα αγριόχορτα, το λαδοτύρι, τα αυγά και το ζυμωτό ψωμί. Οι αταξίες και οι ζαβολιές, οι πασχαλιές, το άρωμα της μάνας μου και όλοι όσοι τρύπωσαν μέσα στην καρδιά μου. Αυτοί που είναι ανάμεσά μας αλλά πιότερο όσοι έκαναν το “μεγάλο ταξίδι”. Όλοι τους είναι μαζί μου, εγωιστικά κι απόλυτα, γιατί η καρδιά δεν χτυπάει χωρίς αυτούς.

Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα σε όλους σας. Ας αφήσουμε την αναγέννηση της φύσης να μας ομορφύνει. Ξέρει.