Ο Μαρκ δούλευε στο μέσα δωμάτιο με κλειστή την ενδιάμεση πόρτα.

Την προηγούμενη Κυριακή νωρίς το πρωί, μια ημέρα πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας, πήγαμε με το αυτοκίνητο στο γραφείο του, στο κέντρο των Αθηνών και το αδειάσαμε από υπολογιστές, οθόνες και μια τροχήλατη καρέκλα.

“Τι βολικό να πέφτουν τα καθίσματα στο αυτοκίνητο” είχε πει καθώς η καρέκλα δεν χρειάστηκε να στριμωχτεί, αλλά ούτε κι εμείς. Υπολογιστές και οθόνες είχαν τυλιχτεί σε κουβέρτες. Νοιώθαμε ασφαλής.

Η απόφαση είχε παρθεί από κοινού. Το σπίτι θα το μετατρέπαμε σε χώρο δημιουργίας. Έτσι, θέτοντας μια νοητή γραμμή, αποκτήσαμε ο κάθε ένας τον δικό του προσωπικό χώρο.

Ο Μαρκ μετακόμισε στο γραφείο μου και ζήτησε να κατεβάσουμε τα λευκά ρόμαν αμέσως. “Θέλω να μπορώ να βλέπω έξω από το παράθυρο, μακριά τον ορίζοντα” είχε πει και χατίρι δεν του χάλασα.

Το σπίτι όλο σκουπίστηκε, τα έπιπλα ξεσκονίστηκαν και σαν η μυρωδιά του σαπουνιού απλώθηκε στο χώρο, άρχισε η αναδιάταξη.

Από την αποθήκη ανεβάσαμε το άσπρο φρεσκοπλυμένο χαλί με τις μαύρες βούλες που δεν είχε προλάβει να στρώσει στο γραφείο του. Όταν είχε έρθει από το καθαριστήριο η πρώτη μου σκέψη ήταν να το χαρίσω. “Τι το θέλεις, με τα παπούτσια σας κατάμαυρο το κάνατε” είχα γκρινιάξει. Ο Μαρκ ενώ είχε αρχικά συμφωνήσει, λίγο μετά ζήτησε να το ξανασκεφτεί και να το καθυστερήσουμε. “Άσε και βλέπουμε” είχε πει. Το χαλί ξεχάστηκε στην αποθήκη μαζί με τόσα άλλα πράγματα.

Εκείνη την Κυριακή όμως είχε την τιμητική του. Το βγάλαμε από την συσκευασία του καθαριστηρίου, κόψαμε τις ετικέτες, το απλώσαμε διαγώνια στο δωμάτιο και στις άκρες βάλαμε  βιβλία βαριά, όπως έκανε η μάνα, μέχρι να βρει τη φόρμα του.

Μάζεψα τα προσωπικά μου αντικείμενα και τα στοίβαξα πρόχειρα στον καναπέ. Θα μετακόμιζα στο σαλόνι. Η αλήθεια ήταν, ότι δεν ήξερα να απαντήσω αν αυτό μου άρεσε, με βόλευε ή όχι. Είχα συνηθίσει να είμαι η κυρά του σπιτιού τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Με τον Μαρκ μέσα στα πόδια μου και με τις απαιτήσεις που μπορεί να μου ξεφούρνιζε τι θα έκανα; Το σκέφτηκα μια και δυο φορές.

“Άκου, δεν είναι εποχή για πολυτέλειες” είχα πει. “Θα κοιτάξουμε να βολευτούμε με ό,τι έχουμε και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Χωρίς γκρίνιες, με χαμηλούς του τόνους, με κατανόηση, αγάπη για να τη βγάλουμε καθαρή. Είναι όλα πρωτόγνωρα για όλους μας. Είσαι;”

“Μέσα” είχε απαντήσει, έχοντας κι αυτός  ζωγραφισμένη την απορία στο πρόσωπό του. Ο Μαρκ κλεισμένος στο σπίτι, που ακούστηκε αυτό; Ούτε θηρίο στο κλουβί!

“Δεν ξέρουμε και πόσο θα κρατήσει, είσαι σίγουρη ότι θα βολευτείς εδώ;” είχε ρώτησε με μια δόση ευγένειας ανακατεμένη με κάμποση συστολή.
“Να δουλεύω και να μπορώ να μαγειρεύω, να μιλάω με τους πελάτες. Φαντάζεσαι να κάνεις τηλεδιάσκεψη και να με βλέπουν να τριγυρνώ με την ξύλινη κουτάλα στα χέρια;” είχα απαντήσει.

Γελάσαμε και οι δυο μας αμήχανα. Αχαρτογράφητα νερά για όλους μας. Μέχρι εκείνη την ημέρα γνωρίζαμε τη ρουτίνα μας. Τη ζωή μας, τις διαφορές μας, τις προσωπικές μας ανάγκες. Τώρα όλα είχαν γίνει ένα και τα όρια του καθενός βουτηγμένα μέσα στη θολή θάλασσα των σκέψεων και των ανασφαλειών.

Όταν τελειώσαμε με την αλλαγή του γραφείο μου σε γραφείο του, πήρα τη σκούπα και του ζήτησα να με αφήσει μόνη, να βρω άκρη με το σαλόνι και να διαλέξω τον “καινούργιο” χώρο που θα φιλοξενούσε εμένα και τις ιστορίες μου.

Τριγύρισα λίγο στο σαλόνι και ήταν σαν να το έβλεπα για πρώτη φορά. Μπορεί να ήταν κι έτσι, να το έβλεπα με τα παραμορφωτικά γυαλιά της απομόνωσης. Έφερα ένα γύρω το χώρο και η ματιά στάθηκε επίμονα στο έπιπλο αντίκα του παππού, μπορεί και του προπάππου. Αλήθεια, ποιός από τους δύο είχε αγοράσει το έπιπλο αυτό; Τι κρίμα, δεν ήταν πια κανένας από τους δικούς μου “κοντά”  μου για να μου απαντήσει. Αναστέναξα, κοίτα απορίες που ξαφνικά ξεπηδούσαν από το σεντούκι του μυαλού. Άδειασα το έπιπλο από τα περιττά πλέον διακοσμητικά και κεριά και τα έβαλα μέσα στο τζάκι μαζί με τον ξύλινο δίσκο που είχε περί πολλού η μητέρα μου.

Μπήκα σαν τον σίφουνα στο γραφείο πλέον του Μαρκ λέγοντας “αυτά δεν σου χρειάζονται”, δείχνοντάς του ένα επιτραπέζιο φωτιστικό, δώρο της ακριβής μου Τζόϋς από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 κι ένα βάζο με μολύβια.

“Όχι” απάντησε και ρώτησε “είσαι εντάξει;”
“Ναι, ναι θα σε φωνάξω μόλις τελειώσω” είπα βιαστική.

Γύρισα στο σαλόνι και τοποθέτησα πάνω στο “γραφείο” μου το φωτιστικό και τα μολύβια. Έβαλα να παίζει μουσική με τον Louis Armstrong να τραγουδάει “What a wonderful world”, άναψα το μικρό φωτιστικό και τα κεριά στο τζάκι. Ένα αρωματικό stick κι έφτιαξα μια πιατέλα με σκόρπιες νοστιμιές που βρήκα στο ψυγείο, έτσι για το καλό της νέας τάξης πραγμάτων. Σπονδή στην αισιοδοξία, στη ζωή και στην επόμενη ημέρα.

“Κάνω ένα μπάνιο στα γρήγορα” είπα στον Μαρκ και σαν τελείωσα, μοσχομυριστή και γεμάτη χαρά τον προσκάλεσα στον “χώρο” μου.

“Τι υπέροχο που είναι το γραφείο σου” είπε με ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη μέχρι που η ματιά του πήρε το μπουκάλι με το κρασί, τα δύο ποτήρια και την πιατέλα με τις λιχουδιές.

“Εσύ δεν παίζεσαι” είπε και τα μέσα μου καταλάγιασαν από την ένταση της ημέρας.

“Έλα, θα κάνουμε πιτζάμα πάρτι” είπα και γέμισα τα ποτήρια μας με κρασί.

Καθίσαμε στον καναπέ και κουβεντιάσαμε για όλες τις καινούριες ιδέες που γέμιζαν το κεφάλι μας. Μπουρ μπουρ μπουρ και καληνύχτα αγκαλιά. Τι μας ένοιαζε; το πρωί κανείς δεν θα μας ξυπνούσε να πάμε στο γραφείο. Αλήθεια;

Όχι δεν ήταν αλήθεια. Ξυπνήσαμε στην ώρα μας, η συνήθεια, η ανάγκη να συνεχίσουμε να δημιουργούμε, η αγάπη μας για το πρωινό φως του ήλιου; Όλα αυτά μαζί κι ένα ζεστό φλιτζάνι καφέ έγιναν η νέα καθημερινότητά μας. Μέχρι σήμερα νωρίς το μεσημέρι.

“Έχω πεινάσει λίγο” είπε ο Μαρκ αλλά δεν του έδωσα σημασία.

“Δεν θέλεις κάτι να τσιμπήσουμε;” ρώτησε
“Έχω δουλειά άσε με σε παρακαλώ” απάντησα χωρίς να σηκώσω τα μάτια μου από την οθόνη του laptop. Τον άκουγα από την κουζίνα να ψάχνει μέσα στο ψυγείο αλλά δεν είχα χρόνο να του αφιερώσω μέχρι που τον είδα να έρχεται και να θρονιάζεται οκλαδόν στο χαλί με δυο πιάτα.

“Ορίστε” μου είπε και μου έκανε νόημα να αφήσω ότι έκανα και να καθίσω απέναντί του στο πάτωμα.

“Τι είναι αυτό;” ρώτησα σαστισμένη.

“Πικ-νικ στο σαλόνι” μου απάντησε γεμίζοντας μου το στόμα με ένα κομάτι τυρί και ήταν το πιο όμορφο πικ-νικ της ενήλικης ζωής μου…

Σημείωση: Μένουμε σπίτι γιατί η ζωή συνεχίζει να είναι ωραία…

(Φωτογραφία κειμένου Pinterest)