Ήταν από εκείνες τις χαλαρές στιγμές ενός καλοκαιρινού απογεύματος. Είχα ξαπλώσει στον καναπέ με απλωμένα τα πόδια, ρουφώντας την πρώτη γουλιά από τον φρέσκο καφέ. Μοσχομυριστή απόλαυση. Στο ραδιόφωνο έπαιζε μια ήρεμη μελωδία. Βαριεστημένα άπλωσα το χέρι μου, έπιασα το κινητό και άρχισα να χαζεύω μέσα στο facebook. Τίποτα ενδιαφέρον.
Ετοιμαζόμουν να το κλείσω όταν ξαφνικά είδα την φωτογραφία του. Είχα χρόνια να ακούσω νέα του. Ήξερα μόνο ότι ήταν καλά στην υγεία του και ότι είχε πετύχει αυτά που ήθελε επαγγελματικά. Μάλλον, γιατί τότε ήμουν δεκαπέντε χρονών κι εκείνος δεκαοκτώ και το μόνο που κάναμε ήταν όνειρα για τη ζωή που ξεδιπλωνόταν μπροστά μας, μέσα σε χρώματα φωτεινά. Όπως μας πρόσταζε το καλοκαίρι. Τι είχε ζήσει; Τι είχα ζήσει!
Δεν ξέρω πότε τον γνώρισα. Ίσως όταν γεννήθηκα. Όλη μου τη ζωή θυμάμαι την παρουσία του τριγύρω. Ήταν τότε που ξεπεταγόμαστε και καβαλάγαμε τα ποδήλατα και τρέχαμε ανάμεσα στις συκιές, στα λίοδεντρα και τις ανηφόρες. Μαγιό, σαγιονάρα και τα πρώτα χτυποκάρδια.
Η μάνα έλεγε ότι δεν έφταιγα εγώ. Το λάδι έφταιγε που με είχε αλείψει ο Νονός μου. Η αλήθεια όμως ήταν ότι γεννήθηκα ερωτευμένη με τη ζωή, τον καλοκαιρινό ήλιο και τις χαρούμενες στιγμές.
Ήμουν δώδεκα χρονών όταν ένοιωσα πρώτη φορά τον έρωτα να μου χτυπάει την πόρτα.
Καλοκαίρι. Παιχνίδια στην άμμο, ρακέτες, μακριά γαϊδούρα, ακόντιο φτιαγμένο από τις καλαμιές. Τότε η παραλία ήταν γεμάτη από καλαμιές και λοφίσκους άμμου.
Κουτρουβαλιαζόμασταν μέσα στην άμμο και στα δόντια άκουγες το χαρακτηριστικό κριτς κριτς αλλά κανένας δεν νοιαζόταν. Θάβαμε ο ένας τον άλλον μέχρι τον λαιμό στην καυτή άμμο και τον ποτίζαμε με τα πολύχρωμα ποτιστήρια που κλέβαμε από κάποιο διπλανό πιτσιρίκι που τριγυρνούσε ανάμεσα στα πόδια μου. Τσιρίδες. Τρεχαλητά και βουτιές στα ρηχά αλλά και ποιος θα φτάσει πιο γρήγορα εκεί, μέχρι την άσπρη βάρκα. Πατητές και κοκορομαχίες στις πλάτες των αγοριών. Πύργοι στην άμμο και μια τεράστια πατούσα να καταστρέφει την ρομαντική πλευρά που έκρυβε ένας πύργος. Έργα τέχνης της ψυχής.
Ερχόταν η ώρα του αποχαιρετισμού. Να μαζευτούμε σπίτια μας. «Να φάτε επιτέλους» έλεγαν οι μεγάλοι. Οι ενοχλητικοί μεγάλοι. Μα ποιος πείναγε; Ποιος ήθελε να φύγει από την θάλασσα και τον καυτό ήλιο;
«Θα έρθετε το απόγευμα;»
«Μαμά θα πάμε;» και η λαχτάρα στη φωνή σκέπαζε τους ενδοιασμούς της κάθε μια μαμάς.
«Έλα άσε τα παιδιά» έλεγε η μία στην άλλη κι έτσι ικανοποιούσαν και την απαραίτητη δόση ευπρέπειας με ένα νεύμα κατανόησης αλλά και ικανοποίησης.
Απόγευμα. Καβάλα στα ποδήλατα.
«Μην τρέχετε, μην χτυπήσετε, μην …» και η φωνή στην στροφή είχε χαθεί. Στους δρόμους ερημιά. Ο μοναδικός κίνδυνος ήταν να πεταχτεί ένας αφηρημένος γάιδαρος μπροστά μας αλλά ούτε κι αυτό είχε συμβεί. Την ξαδέλφη μου μόνο την είχε τσιμπήσει μια μέλισσα στο μάτι και είχε γίνει τούμπανο. Κλάματα και κατηγορίες.
«Εσύ φταις, σου είπα να πάμε από τον άλλο δρόμο».
Η μυρωδιά από τις φραγκοσυκιές. Τα πεπόνια και το άπλωμα της σταφίδας. Παγωμένο καρπούζι. Αύγουστος και ο έρωτας να παραληρεί. Το βράδυ πίσω. Καβάλα στα ποδήλατα και όλοι μαζί νυσταγμένοι και βρώμικοι να παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής.
«Λίγο ακόμα να βγει κι αυτή η ανηφόρα, μετά έχει ίσιωμα» και ορθοπεταλιά για να πάει πιο γρήγορα το ποδήλατο και στο ίσιωμα, χέρια και πόδια ανοιχτά. Γιατί καλύτερο ποδήλατο ήξερε αυτός που δεν κράταγε τιμόνι και ήξερε να κάνει προσπέραση στα τρίκυκλα.
Σπίτι. Μπάνιο, βραδινό γεύμα και λίγη γκρίνια. Η μυρωδιά από το γιασεμί ανακατεμένη με το μπουγαρίνι.
«Άσε με δεν νυστάζω» και ξάπλα καταγής για να χαζεύω τα αστέρια. Να ψάχνω να σχηματίσω το αρχικό του ονόματος του. Εύκολο ήταν και τα μάτια βασίλευαν και σφάλιζαν με την προσμονή του επόμενου πρωινού, της επόμενης αντάμωσης.
«Πάμε στο κρεβάτι, έλα» η φωνή της μάνας γλύκαινε και σερνόμουν με κλειστά τα μάτια.
«Να πλύνεις τα πόδια σου, αμάν με αυτή την ξυπολησιά σου!» και το νερό έτρεχε παγωμένο από το λάστιχο στην αυλή.
Τα σεντόνια του κρεβατιού δροσερά και τεντωμένα. Ξάπλα και τον Πιπίλα αγκαλιά, γιατί χωρίς τον Πιπίλα, τον Φασόλα, την Φασολίνα και τον Λαγό, ο ύπνος δεν ερχόταν.
«Που θα τις βάλεις όλες αυτές τις κούκλες;» κάθε βράδυ η ίδια ερώτηση.
«Αγκαλιά» και ο ύπνος ερχόταν πλέον γλυκός όπως ταιριάζει σε κάθε παιδί.
Ο έρωτας ανομολόγητος δεν έμεινε. Το παραμύθι όμως αυτή τη φορά δεν είχε αίσιο τέλος. Το τέλος του καλοκαιριού συνοδεύτηκε από μια ολοστρόγγυλη καυτή χυλόπιτα και ένα ευγενικό μεν αλλά απογοητευτικό δε «είσαι μικρή» και το αγόρι έστρεψε το βλέμμα του στο παραδίπλα κορίτσι που ήταν μεγαλύτερο.
Κλάματα, ρούφηγμα της μύτης, αξιοπρέπεια, πύργοι στην άμμο, ποδηλατάδα και αγκαλιές με τον Πιπίλα, τον Φασόλα, τη Φασολίνα και τον Λαγό.
Σεπτέμβρης και επιστροφή στο σχολείο. Μελαγχολία και νέοι έρωτες. Όλοι τους ανεκπλήρωτοι. Μέχρι που…
Τρία χρόνια μετά έχω ξεπεταχτεί. Πλέον στα δεκαπέντε είμαι ολόκληρη γυναίκα. Ντύνομαι διαφορετικά, φέρομαι διαφορετικά αλλά συνεχίζω να καβαλάω το ποδήλατο τρέχοντας ανάμεσα στις συκιές και στα λίοδεντρα και στην ευθεία τα πόδια και τα χέρια ανοιχτά. Σούζες και χαρτάκια στις ακτίνες. Το μαλλί μακρύ, ανάκατο και η ακαταμάχητη αθωότητα της εφηβείας. Ο Φασόλας, η Φασολίνα και ο Λαγός ζούσαν λίγο παράμερα. Μόνο ο Πιπίλας το βράδυ με συντρόφευε κλεισμένος στην αγκαλιά μου.
Φλερτ και ο Enrico Macias να τραγουδάει “Oh Mélisa”. Χωρίς να καταλαβαίνω λέξη, κουνιόμουν πέρα δώθε στο ρυθμό του τραγουδιού μουρμουρίζοντας όλη την ημέρα “Oh Mélisa να να να να να ναααα” και η καρδιά να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας είχε επιστρέψει και το παιχνίδι με το μεγάλο ερωτηματικό «με κοίταξε; Με κοίταξε; Για πες…» μόλις είχε αρχίσει.
Ναι με κοίταζε και αυτή η αίσθηση ήταν υπέροχη αλλά πιο υπέροχη ήταν η στιγμή του πρώτου φιλιού, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, βράδυ με το φεγγάρι να μας φωτίζει ή μήπως ήταν το δικό μου χαμόγελο που φώτιζε τον κόσμο μου όλο;
Ήταν ένα ολόκληρο ξέφρενο καλοκαίρι. Οι γονείς να φοβούνται την τιμή της παρθενιάς υποθέτω. Εγώ πάλι ζούσα μέσα στην απόλυτη ευτυχία. Στα ξέφρενα παιχνίδια της θάλασσας, στις κοκορομαχίες, στους πύργους στην άμμο και στις τρελές διαδρομές με το ποδήλατο.
Οι μυρωδιές ήταν οι ίδιες. Οι γεύσεις ίδιες, μόνο που τώρα ήξερα πως ήταν το πρώτο φιλί. Με μπουρμπουλήθρες και γεύση από θαλασσόνερο. Ολέ και τον Enrico Macias να τραγουδάει στο κασετόφωνο μπρος πίσω και πάλι από την αρχή “Oh Mélisa”.
Οι ημέρες περνάγανε. Τώρα στις βραδινές εξόδους μας δεν συμμετείχε το ποδήλατο. Καβαλάγαμε στα κρυφά τα μηχανάκια των αγοριών. Υπήρχε κι ένα φανερό αυτοκίνητο που κάποιος ήρωας πατέρας μας παραχωρούσε. Όλα τα βράδια τα βγάζαμε στο club, καβάλα στο μουράγιο με θέα την θάλασσα. Τη μυρωδιά του γιασεμιού και το τρίξιμο των χαλικιών στα πόδια και αντί για ποτό, βυσσινάδα.
Τίποτα δεν σκίαζε την υπέρτατη ευτυχία μου μέχρι που ήρθε η άλλη ξαδέλφη από την Γαλλία κουβαλώντας ένα τσούρμο αλλοδαπές συμφοιτήτριές της. Λυσσασμένες για Ελληνικό καλοκαίρι και έρωτες στην άμμο.
Κορμάρες, ημίγυμνες και προκλητικές σαν κολασμένες Θεές. Χάζευα αυτές τις μεγαλύτερες καλλονές και σκεφτόμουν πως όταν μεγαλώσω θα τους μοιάσω. Γαλλικά δεν μίλαγα, έτσι χαμπάρι δεν πήρα όταν το λεκτικό φλερτ της Βερονίκ προς το αγόρι που μου είχε δώσει το πρώτο φιλί δεν έμεινε μόνο στα λόγια. Πέρασε στα τσαλακωμένα σεντόνια γεμάτα από ιδρώτα και άμμο και ήταν για όλους τους αδιάφορο ότι του έριχνε μια δεκαετία. Το καλοκαίρι στην Ελλάδα δεν έχει αναγκαστικά υπότιτλους. Μεταφράζεται εύκολα από την γλώσσα του σώματος και τα ανάλαφρα βογκητά.
Το έμαθα. Μου το ψιθύρισαν μυστικά, γιατί πάντα υπάρχουν καλοί φίλοι που θα σε ξεστραβώσουν. Κλάματα, αναφιλητά και απελπισία και μια συμβουλή από τον μεγαλύτερο της παρέας.
«Η πρώτη ερωτική απογοήτευση είναι σαν το τσίμπημα της μέλισσας, πονάει πολύ. Μια, δύο, τρεις και μετά συνηθίζεις κοριτσάκι».
Και συνήθισα.
Χάρηκα που είδα την φωτογραφία σου μετά από τόσα χρόνια, μόνο που δεν έχω πια να σου πω τίποτα άλλο παρά ένα εγκάρδιο «χάρηκα που σε είδα και να είσαι πάντα καλά».