Η Προσγείωση – Κεφ. 1

Το αεροπλάνο θα τροχοδρομούσε σε λίγο στο CDG. Ο κυβερνήτης μας ενημέρωνε ότι στο Παρίσι είχε -4 βαθμούς Κελσίου. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν παλαβή. Φοβόμουν και ταυτόχρονα ένοιωθα εκστασιασμένη μπροστά σε αυτό που μου συνέβαινε.

Θα βρισκόμουν στο Παρίσι για πρώτη φορά στη ζωή μου. Στην ομορφότερη πόλη του κόσμου. Για ένα ερωτικό ραντεβού, με την πιο αντιπαθητική φιγούρα των παιδικών μου χρόνων.

Ο Αντώνης με περίμενε στο ξενοδοχείο. Ραντεβού στα κρυφά, για τους περισσότερους και για μένα ραντεβού στα τυφλά. Ο φόβος άρχισε να με κυριεύει. Είχα ξεχάσει και τη γλώσσα χρόνια τώρα. Πως θα μίλαγα; Τι θα έλεγα; Σχεδόν κανείς δεν ήξερε που βρισκόμουν και τον Αντώνη είχα να τον συναναστραφώ τουλάχιστον τριάντα χρόνια και να τώρα, που με περίμενε στο ξενοδοχείο. Το αίμα άρχισε να παγώνει. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν. Τι πάει να πει συμμαθητές; Μήπως κάναμε και ποτέ παρέα; ποιός είναι; τι κάνει; είναι αυτό που παρουσιάζει ή πίσω από όλα τα φυσιολογικά κρυβόταν ένας ψυχοπαθής; Ο αέρας μέσα στο αεροπλάνο όλο και λιγόστευε. Η πόρτα εξόδου που ήταν;

«Σφαγμένη θα με βρουν» μονολόγησα.

Μα πως έφτασα εδώ;

Τον Αντώνη, τον συνάντησα ξαφνικά, μετά από όλα αυτά τα χρόνια σε ένα βαρετό Πρωτοχρονιάτικο πάρτι. Παιδί, τον αντιπαθούσα, γιατί είχε όλα αυτά που έκαναν την τρίχα μου να σηκώνεται όρθια σαν την τρίχα της γάτας. Μέτραγε γρήγορα, ενώ εγώ μέτραγα με τα δάχτυλα. Ήταν ετοιμόλογος, πειραχτήρι, ειρωνικός και επικριτικός. Εγώ ήμουν κλαψιάρα, ευγενική και χαδιάρα. Ένα καθώς πρέπει κορίτσι γνώρισε ένα αρσενικό ταυρί κι έγινε το κακό συναπάντημα. Η ιστορία θα τελείωνε εκεί, μέχρι την στιγμή που κουτούλησα πάνω του λίγο πριν την αλλαγή του καινούργιου χρόνου. Εκείνα τα δευτερόλεπτα της αμηχανίας, μετατράπηκαν σε στιγμή μαγείας. Η καλή μου νεράιδα ήρθε να προσθέσει μυστήριο, χαρά και έρωτα στη βαρετή ζωή μου. Μιλήσαμε δεν μιλήσαμε όλο το βράδυ όσο διαρκεί ένα τσιγάρο. Ήταν ταγμένος στο τραπέζι με την πρωτοχρονιάτικη τράπουλα. Τα μάτια του όμως διαπερνούσαν το κορμί μου σαν βέλη. Ωραία βέλη, ερωτικά και πόσο πείναγα για αυτόν τον έρωτα. Έκατσα λίγο. Ίσα για να αφήσω τη μυρωδιά του αρώματός μου. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, στα γρήγορα, στα κλεφτά και μετά αναλογίστηκα. Τι έρωτας και κουραφέξαλα με έναν άνθρωπο που ζει στο εξωτερικό; Με έναν άνθρωπο που ακόμα το θέμα «γάμος» δεν έχει ξεκαθαρίσει. Είχαμε κι αυτό μέσα στη μέση, ένας γάμος που τελείωνε και τελειωμό δεν είχε ή τελικά θα είχε;

Πρώτη ημέρα της καινούργιας χρονιάς και ξύπνησα χαμογελώντας για λίγο. «Ο Αντώνης» σκέφτηκα και αμέσως μετά σκοτείνιασα.

Ο Αντώνης τι; Ούτε ένα ποτήρι κρασί δεν προλάβαμε να πιούμε. Κοίταξα το ρολόι. Σε λίγο θα ξεκινούσε για το αεροδρόμιο. Απολάμβανα τον καφέ μου χαζεύοντας τα αυτοκίνητα στο δρόμο. Μα τι είχα πάθει; Ο ήχος του τηλεφώνου με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Πόσο βαριόμουν να μιλήσω. Άντε πάλι, χρόνια πολλά και …
«Παρακαλώ»
«Ο Αντώνης είμαι»
«… δεν έφυγες ακόμα;»
«Φεύγω τώρα, ήθελα να σου δώσω το τηλέφωνο στη Γαλλία. Δεν χρειάζεται να περάσουν άλλα τριάντα χρόνια για να τα πούμε»
είπε και με άφησε άφωνη,
«κάθε πότε έρχεσαι;» με ρώτησε.
«Να έρχομαι που;»
«Στην Γαλλία»
Τι ρώταγε; Τι ήταν η Γαλλία, Κολιάτσου Παγκράτι;
«Δεν έχω λόγο να έρθω» είπα και αμέσως κατάλαβα ότι μόλις είχα κάνει μια ωραιότατη γκάφα.
«…»
«Μάλλον θα τα πούμε το καλοκαίρι που θα έρθεις για διακοπές, έρχεσαι έτσι δεν είναι;» συνέχισα
«Ναι» απάντησε παγωμένα.
«Καλό ταξίδι λοιπόν και ραντεβού σε έξι μήνες» είπα.
«Καλή χρονιά και καλά να περνάς» μου ευχήθηκε. Κάτι ψέλλισα που δεν θυμάμαι και έμεινα με το ακουστικό στον αέρα και ένα τεράστιο ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι μου. Μα πόσο βλάκας μπορεί να ήμουν;

Για τον Αντώνη, δεν είπα κουβέντα σε κανέναν. Τι να έλεγα; Είχα και τίποτα να πω; Πέρασα την ανούσια πρωτοχρονιά μου ακούγοντας γαλλικά τραγούδια, πίνοντας κρασί και έσπαγα το κεφάλι μου ψάχνοντας να κάνω κάτι για να σβήσω το «ραντεβού σε έξι μήνες».

Το άλλο πρωί από το γραφείο, του έστειλα μήνυμα. «Ξέχασα να σου δώσω το mail μου, δεν ξέρεις, μπορεί να θελήσεις να μου γράψεις δυο λόγια. Για τον καφέ που δεν ήπιαμε…» και το θαύμα μόλις είχε ξεκινήσει.

Γράφαμε ατελείωτα, μιλάγαμε, γελάγαμε. Στέλναμε ο ένας στον άλλον φωτογραφίες, τραγούδια. Είχε γίνει η χαρούμενη νότα της ζωής μου. Αυτό είναι ο έρωτας, αυτό είναι το φλερτ. Να ξυπνάς το πρωί και να νοιώθεις ότι ο κόσμος όλος σου ανήκει. Να χαμογελάς και να ξέρεις μόνο εσύ το λόγο. Να τραγουδάς και να σφυρίζεις φάλτσα και να νομίζεις ότι η Edith Piaf, αν σε άκουγε, θα σε ζήλευε και όλα αυτά, για έναν άντρα, που μια στιγμή αντάμα δεν είχαμε μοιραστεί.

Τα μουντά χρώματα της πολυεθνικής και τα βαρετά συμβούλια, έγιναν φωτεινά και απέκτησαν νόημα. Η καρδιά μου, χωρίς να το παραδέχομαι, είχε ανθίσει μέσα από τα πλήκτρα του υπολογιστή και από μια ζεστή φωνή, που ερχόταν από την άλλη άκρη της Ευρώπης. Δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο παρά μόνο η χαρά της στιγμής και όχι η επόμενη ημέρα.

Στα μέσα του Γενάρη δέχτηκα ένα τηλεφώνημα που με έκανε να χάσω τη γη κάτω από τα πόδια μου.
«Φεύγω για μια εβδομάδα εκτός Γαλλίας για δουλειά. Η επικοινωνία μας σταματάει εδώ, μέχρι να γυρίσω. Θέλω να έρθεις να με βρεις στο Παρίσι».
«Πότε;»
ψέλλισα.
«Αυτό θα το κανονίσεις εσύ, σκέψου με την ησυχία σου και θα επικοινωνήσουμε μόλις γυρίσω. Θα περιμένω την τελική σου απάντηση» είπε και απενεργοποίησε αμέσως το τηλέφωνο του.

Η Βάσω, συνάδελφος και φίλη, έτυχε και μπήκε στο γραφείο μου φουριόζα, αγκαλιά με μια ντουζίνα χαρτιά. Με βρήκε με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό και με το στόμα ανοιχτό. «Τι έπαθες εσύ;» ρώτησε φυσώντας μια τούφα από τα μαλλιά της. Τι να της εξηγούσα; Από πού να άρχιζα; Η Βάσω όμως ήταν φίλη μου. Έκλεισε την πόρτα, κάθισε απέναντί μου και της είπα όλη την ιστορία από την αρχή.

«Θα πας» είπε έντονα «δεν το συζητάω, φυσικά και θα πας» και ήταν τόσο χαρούμενη λες και το ταξίδι αυτό θα το έκανε εκείνη.
«Δεν μπορώ» ψιθύρισα.
«Τι πάει να πει δεν μπορώ;» είπε και τα χείλια της σφίχτηκαν σε μια ευθεία γραμμή.
«Δεν έχω αρκετά λεφτά, Παρίσι είναι αυτό» απάντησα και χαμήλωσα το κεφάλι.
«Έχω εγώ όσα χρειάζεσαι, από το δάνειο του σπιτιού. Θα μου τα δώσεις όταν μπορέσεις» και πριν προλάβω να αντιδράσω συνέχισε, «στο Παρίσι θα πας για όλες μας, κατάλαβες;» φώναξε και χτύπησε το χέρι της στο γραφείο. «Πόσες από εμάς ξέρεις να είχαν την ευκαιρία να ζήσουν κάτι ανάλογο;» είπε και έκλεισε ξωπίσω της την πόρτα.

Για τις υπόλοιπες ημέρες η Βάσω κι εγώ γυρίσαμε όλη την Αθήνα.  Στο κόλπο έβαλε και την Χριστίνα με τη lingerie της. Εισιτήρια, φουστάνια, παπούτσια, αρώματα, χρώματα, κάλτσες και καλτσοδέτες και το παιχνίδι «μου πάει ή δεν μου πάει». Μαλλιά, νύχια και μην τρως, με ακούς; Ρουφήξου και να κάνεις κοιλιακούς.

Δύσκολη υπόθεση να είσαι γυναίκα!

«Στο Παρίσι θα πας για όλες μας» είχε πει η Βάσω και ο ήχος της φωνής της με κυνήγαγε.

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε. Κοίταξα καλά-καλά τη ζουμερή κυρία που καθόταν δίπλα μου. Μην την αφήσεις από τα μάτια σου γιατί χάθηκες, σκέφτηκα. Άντε να βρεις άκρη με του Γάλλους και να συνεννοηθείς. Μπροστά πήγαινε η ζουμερή κυρία ξωπίσω εγώ. Κοντοστεκόταν, κοντοστεκόμουν, περπάταγε, περπάταγα. Πήραμε τις βαλίτσες, φτάσαμε στα ταξί. Τώρα έπρεπε να συνεννοηθώ με τον οδηγό με οποιονδήποτε τρόπο και σε οποιαδήποτε γλώσσα. Δεν το κούρασα πολύ. Του έχωσα κάτω από τη μύτη έναν χάρτη με τη διεύθυνση του ξενοδοχείου. Πέταξα ένα ξερό, «ici s’il vous plaît» δείχνοντας επίμονα με το δάχτυλο το δρόμο. Σωστά ή λάθος, πως τα είχα πει, κανείς δεν ήξερε. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να ειδοποιήσω τον Αντώνη ότι ξεκίνησα για το ξενοδοχείο. Με περίμενε. Αυτός με περίμενε κι εγώ φοβόμουν, πήγαινα αλλά φοβόμουν. Πήρα τηλέφωνο αμέσως την Βάσω  «αν δεν έχω γυρίσει μέχρι την Κυριακή το βράδυ ενημέρωσε τους δικούς μου, γράφε το τηλέφωνο του Αντώνη, ξενοδοχείο, πτήση και άκου, μην πάρεις τη μάνα μου, τον αδελφό μου να πάρεις, ευχήσου μόνο να περάσω ένα τέλειο Σαββατοκύριακο, φοβάμαι, το ξέρω είμαι τρελή» είπα και της έκλεισα το τηλέφωνο ακούγοντας το γέλιο της από την άλλη άκρη της γραμμής.  Ο δρόμος από το αεροδρόμιο μέχρι το ξενοδοχείο θύμιζε δεκαετία του ’70. ‘Έξοδο για Πάσχα, Κακιά Σκάλα, τα αυτοκίνητα ακινητοποιημένα. Ο Αντώνης κάθε τόσο έπαιρνε τηλέφωνο «που είσαι;» ρώταγε κι εγώ τι να απαντήσω; Ήμουν σε μια χώρα που δεν γνώριζα την τύφλα μου, μποτιλιαρισμένη σε έναν αυτοκινητόδρομο με έναν γάλλο ταξιτζή που προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μου στα γαλλικά. Εγώ μουγκή, με έβριζε; μου μίλαγε; ποιος ξέρει. Κάποια στιγμή φτάσαμε στο ξενοδοχείο. A La Villa Des Artistes.  Μικρό, κομψό, πανέμορφο. Τα γόνατά μου έτρεμαν. Η φαντασίωση μόλις είχε γίνει πραγματικότητα. Στη reception ευτυχώς μιλούσαν αγγλικά. Έδωσα τα στοιχεία μου και με ενημέρωσαν για το δωμάτιο και τον όροφο. Ο ήχος των τακουνιών μου χάθηκε μέσα στην παχιά μοκέτα. Έβγαλα το παλτό κρατώντας ασυναίσθητα την ανάσα μου. Άρχισα να σέρνω τη βαλίτσα με τα ροδάκια και χάζευα τους πίνακες ζωγραφικής που ήταν διάσπαρτοι παντού. Τι όμορφο μέρος. Η γοητεία της Γαλλικής κομψότητας σε μικρογραφία. Πήρα το ασανσέρ, ανέβηκα στον όροφο και στάθηκα έξω από την πόρτα του δωματίου. Για την ακρίβεια σωριάστηκα πάνω στη βαλίτσα. Προσπάθησα να αφουγκραστώ τους ήχους. Τίποτα, σιωπή. Ήμουν αντιμέτωπη με τα βρώμικα σενάρια του μυαλού. Ανασφάλειες και φοβίες δεν με άφηναν να απολαύσω τη στιγμή. Την κρυφή μου επανάσταση. Ο χρόνος μου όμως τελείωνε. «Τι να σου κάνει και το σύμπαν άμα εσύ κάνεις μαλακίες;» σκέφτηκα και χτύπησα την πόρτα πριν προλάβω να το βάλω στα πόδια. Ένα, δύο, τρία δευτερόλεπτα και η πόρτα άνοιξε.

Ο Αντώνης, χαμογελαστός και ευθυτενής στεκόταν στην πόρτα. «Καλώς ήρθες» είπε και μου έδωσε ένα αβέβαιο και αμήχανο φιλί στο στόμα. Τράβηξα τη βαλίτσα στο δωμάτιο και έκατσα επάνω της  ξανά, γυρισμένη στο πλάι αυτή τη φορά, αγκαλιά με το παλτό, ακούνητη. Σαν να ήταν Vespa και περίμενα τον οδηγό που θα την καβαλούσε για να με βοηθήσει να δραπετεύσω από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Στο Παρίσι. Σουρεάλ.  Μα πόσο ηλίθια μπορεί να φαινόμουν;

Η Μάσκα – Κεφ. 2

«Εκεί θα καθίσεις το υπόλοιπο βράδυ;» με ρώτησε ο Αντώνης με ένα μειδίαμα να διαγράφεται στα χείλη του. Τινάχτηκα κατά πάνω σαν ελατήριο

«Άσε με να πάρω μια ανάσα»

«Υπάρχει και πολυθρόνα στο δωμάτιο» είπε εύθυμα διασκεδάζοντας με την αμηχανία μου.

Πήρε το παλτό από τα χέρια  μου και με φωνή ήρεμη με ρώτησε με για το ταξίδι όσο εγώ παρατηρούσα το δωμάτιο.  Ήξερε τι έκανε. Μου έδινε χρόνο να χαλαρώσω. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στη μπαλκονόπορτα με τις τραβηγμένες κουρτίνες. Άνοιξα το παράθυρο και μαγνητισμένη χάζευα τις στέγες του Παρισιού ρουφώντας όσο περισσότερο αέρα μπορούσα.  Όλα είχαν γίνει ένας πίνακας ζωγραφικής κι εγώ, ήμουν η φιγούρα που στεκόταν στο μπαλκόνι.

Από το βάθος ακούστηκε ο Ewan McGregor να τραγουδάει το Your Song. Ο Αντώνης δεν το ήξερε και δεν του το είπα ποτέ. Ήταν το τραγούδι που του έμελλε να χαρακτηρίσει την συγκεκριμένη εποχή. Τα βράδια που ονειρευόμουν αυτό που θα μου συνέβαινε, αυτό που ερχόταν.

«Να βάλω ένα ουίσκι;» ρώτησε.

Άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει ο πάγος όταν πέφτει στο ποτήρι, χωρίς καν να περιμένει νεύμα του κεφαλιού μου. Το ποτό, η μουσική, το Παρίσι και η ζωή μου  που είχε κοπεί στα δύο. Στο πριν και στο τώρα. Αύριο δεν υπήρχε, μόνο τώρα και για πρώτη φορά αυτό το «τώρα» έγινε σημαντικό και θέλησα να το ζήσω πραγματικά και ολόκληρο.

«Anyway, the thing is, what I really mean It’s yours are the sweetest eyes I’ve ever seen» τραγουδούσε ο McGregor στην Nicole Kidman.

Κοίταξα τον Αντώνη. Όχι, σε καμία περίπτωση δεν είχε τα πιο γλυκά μάτια που είχα δει. Δύο πύρινες φωτιές ήταν, που ερχόταν κατά πάνω μου με φόρα. Θα με έκαιγε και η προσμονή αυτή, έκανε το ενήλικο παιχνίδι μας πιο απολαυστικό.

Όλα ήταν στα χέρια του. Ήταν το αρσενικό που με εξουσίαζε και το ήξερε. Δεν έκανε καμία κίνηση. Με άφηνε να συνηθίσω την παρουσία του, να ζαλιστώ από τη λαχτάρα του «μετά» και στη συνέχεια πλησίασε. Ήξερε τι έκανε, ήξερα κι εγώ τι έκανε και φτάσαμε στην ώρα που η σιωπή γίνεται πιο σημαντική από τις λέξεις.  Το λυσσασμένο σμίξιμο των κορμιών και τα ξεσκισμένα στο πάτωμα ρούχα, ήταν η φυσική κατάληξη. Η πρωτόγονη πάλη του έρωτα, χωρίς αναστολές και ντροπές. Μία μοίρα άγνωστη που μας καθόριζε και μας καθοδηγούσε. Το σμίξιμο αυτό ήταν σαν να είχε γίνει ξανά και ξανά στο παρελθόν. Σε κάποιο άλλη απροσδιόριστη από τη μνήμη χρονική στιγμή. Σε κάποια άλλη ζωή. Ίσως.

Ιδρωμένος και με κομμένη την ανάσα είπε, «έχεις λιγότερο από μισή ώρα για να ετοιμαστείς» «Να ετοιμαστώ για πού;» «Έχω κλείσει τραπέζι, ντύσου».

Σηκώθηκα σαν προγραμματισμένη αμίλητη κούκλα. Το μόνο που ήθελα ήταν να σαπίσω σε εκείνο το κρεβάτι του ξενοδοχείου μαζί του αλλά δεν είπα κουβέντα. Θα ακολουθούσα τους δικούς του κανόνες. Βγήκα από το μπάνιο τυλιγμένη με το αφράτο μπουρνούζι. Η μάχη του βάλε-βγάλε-πέτα μόλις είχε ξεκινήσει και η γυναικεία μου ανασφάλεια με έπνιγε. Αλήθεια τώρα, γιατί στις ταινίες όλα είναι τόσο όμορφα και μαγικά; Γυναίκες ιδανικές και τέλειες, τυλιγμένες μέσα σε ένα πέπλο μυστηρίου. Η δικιά μου μαγεία που είχε πάει; Και πώς να τραβήξω με το eyeliner μια ευθεία γραμμή με χέρια που έτρεμαν;

Η επιβεβαίωση της εικόνας μου, ήρθε με το χαμόγελό του. Με ένα εσωτερικό μακρόσυρτο “ουφ”, κορδωτή και ικανοποιημένη διέσχισα το ξενοδοχείο. Το ταξί μας περίμενε στην είσοδο. Κράτησε την πόρτα για να περάσω και συνεννοήθηκε με τον οδηγό για τη διαδρομή. Δεν κατάλαβα λέξη. Ούτε προσπάθησα να καταλάβω. Νομίζω, πως μέσα σε εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου, συνειδητοποίησα το πόσο όμορφο είναι, ορισμένες φορές, την ευθύνη της ζωής σου να την φέρει κάποιος άλλος. Την ξεγνοιασιά του να μην καταλαβαίνεις τίποτα. Το ορκίζομαι ότι είναι το συναίσθημα της απόλυτης ελευθερίας.

Κοίταγα έξω από το παράθυρο και τα μάτια μου ήταν γεμάτα από εικόνες. Πήραμε τη Boulevard Saint-Michel με κατεύθυνση από Montparnasse προς Λούβρο. Περάσαμε έξω από τους κήπους του Λουξεμβούργου αλλά δεν κατάφερα να δω τίποτα. Διασχίσαμε το Σηκουάνα. Προσπερνώντας το Λούβρο, τον ρώτησα με λαχτάρα «θα έρθουμε εδώ;»

«Φυσικά, στα ογδόντα μας, τώρα έχουμε άλλα να κάνουμε» απάντησε πολύ σοβαρός. Έμεινα δίπλα του σιωπηλή χωρίς να ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή όχι. Τα φώτα, η ατμόσφαιρα και η αχλή του παγωμένα αέρα προσδίδουν κάτι μοναδικό στο Παρίσι. Είναι ένα και μοναδικό βάπτισμα που το κουβαλάς μέσα σου για πάντα. Το ερωτεύεσαι θες δεν θες. Το ταξί σταμάτησε και βγήκα στο παγωμένο αέρα αδιαφορώντας για το κρύο. Το σώμα μου φλεγόταν ακόμα.  Περπάτησα προς την είσοδο του εστιατορίου.

«Που πας; Περίμενε» είπε ο Αντώνης Τον κοίταξα με απορία «τι να περιμένω;» σκέφτηκα και τον ένοιωσα να πλησιάζει από πίσω μου.

Με αργές κινήσεις, έπιασε το κεφάλι μου. Τι έκανε; τι ήταν αυτό που περνούσε στα μαλλιά μου; Τα πάντα σκοτείνιασαν. Έφερα ασυναίσθητα τα χέρια στο πρόσωπο. Μου είχε φορέσει μια ολόκληρη μάσκα από δαντέλα, χωρίς τρύπες στα μάτια. Δεν έβλεπα τίποτα. Άκουγα μόνο ήχους. Η ακοή μου ξαφνικά είχε οξυνθεί. Έκανα να τραβήξω τη μάσκα. Το κεφάλι μου σφυροκόπαγε. Το χέρι του τυλίχτηκε στη μέση μου και με φωνή επιβλητική είπε «έχε μου εμπιστοσύνη». Φωνές εύθυμες, μουσική και τον Αντώνη να μιλάει με κάποιον. Προσπάθησα να καταλάβω αλλά ο φόβος δεν με άφηνε.

Με έσπρωξε προσεκτικά προς το εσωτερικό του χώρου. Μου έβγαλε το παλτό και το άφησε στην γκαρνταρόμπα. Από κάπου άκουγα γέλια και χαρούμενες φωνές.

«Σε παρακαλώ» προσπάθησα να του εξηγήσω με τρομαγμένη φωνή. Με είχε σφίξει επάνω του με λαβή και τα χέρια μου ήταν ακινητοποιημένα.

«Πρόσεχε, κατεβαίνουμε σκάλα» είπε και προσπαθούσα να τον ακολουθήσω κι ας ήταν το βήμα ασταθές.

Θα μπορούσα να βάλω τις φωνές, να του δώσω έστω μια κλωτσιά, να κάνω κάτι για να ξεφύγω από τον κλοιό του. Να το βάλω στα πόδια. Τι θα γινόταν; θα με σκότωνε; Πίσω από το φόβο μου όμως, υπήρχε η αδιόρατη ανάγκη για περιπέτεια. Για το αναπάντεχο. Μπορεί ο φόβος να ήταν και η δικαιολογία. Ο φερετζές του καθωσπρεπισμού μου. Ή πιο απλά το τραβάτε με κι ας κλαίω. Η αδρεναλίνη είχε χτυπήσει κόκκινο.

Ο Αντώνης με κράταγε σφιχτά επάνω του και εγώ αφουγκραζόμουν τους ήχους. Με την μύτη της γόβας, έψαχνα να καταλάβω που ξεκινούσε και που τελείωνε το κάθε σκαλοπάτι. Η μουσική που έφτανε στα αυτιά μου και οι ομιλίες του κόσμου, άρχισαν να με καθησυχάζουν. Το βήμα μου πήγε να γίνει πιο σίγουρο. Αμέσως μετά, στο επόμενο σκαλοπάτι, με ένα εντυπωσιακό στροβίλισμα, παραπάτησα και γκρεμοτσακίστηκα αφήνοντας όσες περισσότερες κραυγές φόβου και ξαφνιάσματος μπορούσα.  Τα μέλη του σώματός μου πήραν διαφορετικές κατευθύνσεις το κάθε ένα και οι γόβες κυλούσαν μόνες τους προς τα κάτω. Άκουσα το γέλιο του κόσμου. Ο Αντώνης με ένα σάλτο ήρθε δίπλα μου, για να μαζέψει και να συναρμολογήσει το ντροπιασμένο μου κορμί. «Πονάς;» με ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι μου ψελλίζοντας «όχι, όχι». Μια λέξη μόνο υπήρχε. Εξευτελισμός. Έκανα να βγάλω τη μάσκα, «μην τολμήσεις και μην κουνηθείς» είπε και δεν αντιστάθηκα. Το παιχνίδι της σαγήνης έμοιαζε να έχει τελειώσει. Έπιασε τις γόβες μου και μου τις φόρεσε. «Προχώρα και μην ξαναπέσεις» είπε. Ας μου έλεγε κάποιος, αυτός ο εφιάλτης της σκάλας δεν θα τελείωνε ποτέ;

Κατέβαινα λες και ένοιωθα ότι χάνομαι στα έγκατα της γης. Τον ένοιωσα δίπλα μου να κοντοστέκεται.

«Φτάσαμε, τώρα θα προχωρήσουμε ευθεία» είπε και με έσφιξε λίγο παραπάνω επάνω του. Ακολουθούσα πειθήνια με το κεφάλι σκυμμένο μέχρι που σταματήσαμε και με μια απότομη κίνηση, μου τράβηξε τη μάσκα από τα μάτια.

Προσπάθησα να καταλάβω τι γίνεται. Άκουσα το χαμηλόφωνο γέλιο του. Ανοιγόκλεισα τα μάτια έκπληκτη αντικρίζοντας τα τραπέζια, το υπέροχο βερικοκί στους τοίχους, τα μικροσκοπικά βάζα με το ένα τριαντάφυλλο, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα ασημένια μαχαιροπίρουνα. Την πολυτέλεια της απλότητας. Τους αόρατους σχεδόν σερβιτόρους και τα ποτήρια σαμπάνιας που πέρναγαν από μπροστά μου.

Θυμήθηκα τις φωτογραφίες που μου έστελνε. Διαφορετικές λήψεις, διαφορετικές εικόνες. Όλες από το Παρίσι. Ασπρόμαυρες, έγχρωμες σημασία δεν είχε. Αυτό που ήθελε ήταν να κουβεντιάζουμε γι’ αυτές. Μέσα από τις λέξεις και την κριτική, είχε ξεχωρίσει αυτή που μου άρεσε περισσότερο. Ήταν η φωτογραφία αυτού του εστιατορίου και τη στιγμή εκείνη, βρισκόμουν ακριβώς στο σημείο λήψης της. Θυμήθηκα την ταινία Mary Poppins.  Σαν ένας άλλος Bert, με έπιασε από το χέρι και βουτήξαμε μαζί στην ωραιότερη ζωγραφιά. Αν του το έλεγα, η sexy διάθεση θα πέταγε από το παράθυρο. Ο Αντώνης όμως, έστω και εν αγνοία του, είχε κάνει ακριβώς αυτό.

Με οδήγησε στο τραπέζι και καθίσαμε. Είχε παραγγείλει μικρούς αστακούς και ένα λευκό κρασί. Savoir vivre και comme il faut.  Το θέαμα ήταν αστείο. Με την πένσα και το ειδικό πιρούνι κάναμε μικροχειρουργική στους αστακούς. «Σου αρέσουν;» με ρώτησε. Φυσικά και μου άρεσαν αλλά πώς να το κάνουμε, ο αστακός για να γίνει πιο νόστιμος θέλει την απεραντοσύνη της θάλασσας και ένα μπουκάλι ούζο. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και του χάρισα ένα χαμόγελο βάζοντας μια τόση δα μπουκιά από τον αστακό στο στόμα μου. Η δικιά μας η πείνα αποτυπωνόταν στις κινήσεις του σώματος. Στα τυχαία αγγίγματα και στις κάτω από τα βλέφαρα καυτές ματιές.

Πίναμε και γελάγαμε με την πτώση μου από τη σκάλα. Ο Αντώνης απολάμβανε την εξουσία που είχε καταφέρει να έχει επάνω μου κι εγώ ικανοποιούσα την ανάγκη που ένοιωθα «κάποιος να με προσέχει» αλλά και να με εξουσιάζει. Ήθελα να εξουσιαστώ. Για φαντάσου!

 «Θέλεις να φύγουμε;» του ψιθύρισα με νόημα πριν τελειώσουμε το δείπνο μας.

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου και είχε πεταχτεί από το τραπέζι χαμογελώντας. Πήρε το μπουκάλι με το κρασί και με τράβηξε από το χέρι.

«Πάμε στο μπαρ, πάμε να χορέψουμε, δεν πεινάω καθόλου» είπε.

Ανεβήκαμε τρέχοντας τις σκάλες και τρυπώσαμε στο μπαρ. Καθίσαμε στο πρώτο τραπέζι που βρήκαμε άδειο. Γέμισε τα ποτήρια με κρασί και τα ήπιαμε χασκογελώντας, σχεδόν μονορούφι. Τα σημάδια της πρώτης ζαλάδας είχαν αρχίσει να γίνονται ορατά.

«Θέλω ένα ουίσκι» είπα δυνατά και θέλω να γίνω γάτα σκέφτηκα. Εκείνη τη στιγμή, μέσα στο Παριζιάνικο μπαρ, άφησα τη φύση μου ελεύθερη. Θα ζευγάρωνα με το αρσενικό μου όσο και όπου ήθελα. Χωρίς ντροπές και αναστολές. Χωρίς αύριο. Με την ουρά σηκωμένη για να καλοδεχτώ την απόλαυση. Το «έπρεπε» και το «δεν έπρεπε», τσαλαπατήθηκαν αλύπητα. Επιτέλους είχα γίνει γάτα, έστω λίγο, για το Παρίσι και για την περιπέτεια που μόλις άρχιζε.

Ο Χορός – Κεφ. 3

Σηκώθηκα και άρχισα να λικνίζομαι μόνη μου στο ρυθμό της μουσικής.

Τον είδα να σερβίρει τα ποτά μας.

«Πάγο;» με ρώτησε.

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά, «θέλω να ζήσω πέρα από τα όρια» ψιθύρισα στο αυτί του.

Με κοίταξε χωρίς να πει κουβέντα, η ματιά του ήταν σαν λάβα, το μήνυμα το πήρε και ήξερα ότι θα το χειριζόταν με τον δικό του τρόπο.

«Θα μεθύσω και δεν με νοιάζει, θα μεθύσω γιατί το έχω ανάγκη, το αντέχεις;» ρώτησα με την άτακτη φωνή μου. «Ναι, συνέχισε μόνο να χορεύεις» είπε και ακούστηκε σαν διαταγή.

Το ήξερα ότι γινόμουν προκλητική. Το έβλεπα στα μάτια των αρσενικών. Είχα γίνει η γάτα που ήθελα, με την ουρά όρθια μέσα στο καταχείμωνο. Ο Αντώνης καμάρωνε. Σηκώθηκε και με πλησίασε. Τον άρπαξα από τη μέση και προσπάθησα να κολλήσω επάνω του.

«Βιάζεσαι» είπε και με έσπρωξε λίγο μακριά του χωρίς να αποτραβηχτεί από πάνω μου. «Θέλω να χορέψουμε» είπα νιαουρίζοντας. «Θέλω να βγάλεις τα εσώρουχά σου» απάντησε και κοκάλωσα.

Η φωνή του εσώτερου εαυτού μου, ακούστηκε μέσα στο κεφάλι μου κοροϊδευτική.  «Μπορεί εσύ να αποφάσισες να παίξεις τη γάτα μόλις τώρα, ο άλλος όμως είναι κεραμιδόγατος μια ολόκληρη ζωή. Τώρα να δω τι θα κάνεις».

Ξεροκατάπια και άκουσα τον Αντώνη να λέει με έντονο ύφος, «τώρα» και με κομμένα τα γόνατα άρπαξα την τσάντα μου και κατευθύνθηκα προς την τουαλέτα.

«Ερεθιστικό ε;» κάγχασε η φωνή μέσα μου.

Ναι, μόνο που δεν είχα πια τη φρεσκάδα των νιάτων. Η φύση και ο νόμος της βαρύτητας ήταν ορατά πάνω στο σώμα. Δάγκωσα τα χείλη μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη για αρκετή ώρα. Τα χέρια μου δεν τολμούσα να τα κουνήσω. Πίεζα τα ακροδάχτυλα στο μάρμαρο του νιπτήρα, μέχρι που οι κόμποι των δαχτύλων άσπρισαν. Προσπάθησα να με δω με τα μάτια του σερνικού που με περίμενε έξω, απολαμβάνοντας το τσιγάρο του. Δεν τα κατάφερα. Μα τι στην ευχή έβλεπε που τον έκανε να με λιμπίζεται γυμνή; Ξεκίνησα από τα εύκολα. Το σλιπάκι στην τσάντα. Σκέφτηκα τις γυναίκες της Αφρικής με τα γυμνά κορμιά και τα μαθήματα ευτυχίας. Αυτό κάπου το είχα διαβάσει. Άφησα το μυαλό να ταξιδεύει όσο πιο μακριά μπορούσε. Το σουτιέν γλίστρησε στην τσάντα. Ανατρίχιασα.  Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, τέντωσα το ύφασμα του φουστανιού και κορδώθηκα σαν να έχω πάθει ξαφνικά λόρδωση.

Βγήκα από την πόρτα της τουαλέτας παίζοντας με τα χέρια και το τσαντάκι. Αυτό μου δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι κάλυπτα τις ατέλειες του ενήλικου κορμιού μου. Όχι, για την ακρίβεια τις ατέλειες του ώριμου κορμιού μου.

Τρύπωσα στον καναπέ δίπλα στον Αντώνη και ρούφηξα μια γερή γουλιά από το ποτό μου. Ήθελα να κρυφτώ μέσα στη ζάλη μου.

«Πήγαινε να χορέψεις και δώσε μου τα εσώρουχά σου» είπε. «Τα … τα έχω στην τσάντα μου» τραύλισα. «Εσύ θα χορεύεις και εγώ θα έχω τα εσώρουχα στην τσέπη μου» συνέχισε με τη σταθερή φωνή του.

Ήταν ό,τι πιο ερεθιστικό είχα ακούσει. Πρέπει να ήπια το ποτό μου σχεδόν μονορούφι. Ε και; Ήταν αυτές οι αναστολές που μου έκαναν με το ζόρι «παρέα» κι ας είχα ορκιστεί ότι θα τις ξεφορτωθώ. Υποθέτω ορισμένες φορές ότι υπάρχουν, ίσα για να μας καταστρέφουν τις στιγμές μας, με το έτσι θέλω.

Χόρευα, μη μπορώντας να κρυφτώ μέσα στην τάχα δήθεν ξαφνική μου λόρδωση, ούτε στα ταχυδακτυλουργικά που έκανα με το τσαντάκι. Βρήκα «κρυψώνα» όμως στις γρήγορες στροφές. Βοηθούσε και η μουσική σε αυτό.

Ο Αντώνης απολάμβανε το θέαμα. Ένα θέαμα που ήταν μόνο για εκείνον. Ξέραμε και οι δύο μας τι επρόκειτο να συμβεί λίγο αργότερα. Αυτό το «λίγο αργότερα», το άγγιγμα και το φιλί που δεν μου έδινε, με έφερναν σε κατάσταση ζάλης. Υπήρχε μόνο η ανείπωτη υπόσχεση του «λίγο αργότερα». Έπιανα τον εαυτό μου να θέλει να ουρλιάξει. «Τώρα σε θέλω, τώρα».  Ο ίδιος όμως με βασάνιζε μέσα σε ένα πρωτόγνωρο παιχνίδι ερωτικού καλέσματος. Μέσα στην παραζάλη μου ζήτησα λίγο νερό. Μου το έδωσε.

Έκανα να καθίσω. Με άρπαξε από το χέρι και σηκώθηκε επάνω. Κρατώντας με σφιχτά, κατευθυνθήκαμε προς τις τουαλέτες. Δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα, ούτε μπορούσα να ακούσω τον δυνατό χτύπο της καρδιάς μου. Πρόλαβα μόνο να δω τη ματιά του· σκοτεινή, άγρια. Με έσπρωξε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Άκουσα τον ήχο της κλειδαριάς. Κλακ. Την αγκράφα της ζώνης που λυνόταν και τον ήχο του φερμουάρ καθώς άνοιγε. Με πήρε στα όρθια, κλείνοντας με την παλάμη του το στόμα μου. Ζούσα το ζωώδες μου ένστικτο ελεύθερη · η αίσθηση του κινδύνου έκανε την αδρεναλίνη να τρέχει και χώρος για ντροπές και αναστολές δεν υπήρχε. Μόνο η φύση μας υπήρχε και το ένστικτο των ζώων για το λυσσαλέο ζευγάρωμα.

Γυρίσαμε στο τραπέζι. Ένοιωθα τα γόνατά μου να τρέμουν και μαζί με αυτά έτρεμε όλο το κορμί σαν να γίνεται εσωτερικός σεισμός. Με κράταγε ανάλαφρα αγκαλιά και γέλαγε. Ήταν κι ο ίδιος ζαλισμένος. Η ένταση, το ποτό, το καινούργιο.  Κουρνιάσαμε για λίγο στον καναπέ, μέχρι που ο ήχος της μουσικής έγινε έντονος και ενοχλητικός. Είχαμε καταλαγιάσει για λίγο την ορμή μας.

Φύγαμε περασμένα μεσάνυχτα. Ο παγωμένος αέρας ήταν λυτρωτικός. Περπατήσαμε με τα πόδια μέχρι να βρούμε ταξί. Μία παρέα Αλγερινών μας πλησίασε.

«Συνέχισε να περπατάς χωρίς να σε πιάσει πανικός» είπε.

Με κράταγε αγκαλιά και το βήμα του ήταν σταθερό. Μιλούσε μαζί τους και η ένταση της φωνής του ήταν σίγουρη, αυστηρή και απόλυτη. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν ούτε τι γινόταν, μέχρι που είδα το μαχαίρι να ακουμπάει το μπράτσο του. Μου κόπηκε η ανάσα, με έσφιξε παραπάνω. Δεν αντέδρασα. Ξαφνικά τα πάντα έμοιαζαν απόκοσμα. Συνεχίσαμε να περπατάμε παρέα με τους Αλγερινούς. Είχαν σχηματίσει πίσω μας ένα ημικύκλιο. Το τσαντάκι μου το είχα φορέσει μέσα από το παλτό και δεν φαινόταν. Ευτυχώς. Συνειδητοποίησα ότι ήμουν ακόμα γυμνή. Ήταν η ριπή του αέρα που μου το θύμισε. Δηλαδή τώρα μπορούσε να συμβεί τι; Δεν ήθελα καν να το σκεφτώ. Τρόμος. Πως είναι δυνατόν να είναι τόσο ψύχραιμος; Βοηθούσαν ίσως τα φώτα της πόλης, η λεωφόρος, ο κόσμος που ακόμα ήταν διάχυτος στους δρόμους. Ξημερώματα Σαββάτου το Παρίσι δεν κοιμάται. Ένα ταξί φρενάρισε με ορμή μπροστά μας. Ο Αντώνης έσπρωξε απότομα τον τύπο με το μαχαίρι άνοιξε την πόρτα και με πέταξε μέσα σαν να ήμουν σακί. Έσκασα με το πρόσωπο πάνω στο κάθισμα και όπως ήμουν σχεδόν μπρούμυτα ξεκινήσαμε με ταχύτητα. Κουτρουβάλησα αλλά κανείς μας δεν νοιάστηκε.  Έμαθα αργότερα ότι οδηγός είχε δει τι γινόταν. Μιλούσαν μεταξύ τους χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι λένε οι λέξεις. Την ένταση καταλάβαινα από τον ήχο της φωνής και τις εκφράσεις του προσώπου.

Πήγα να τον ρωτήσω, «μην ασχολείσαι άλλο με το θέμα, είναι συνηθισμένο αυτό εδώ, πες ότι δεν έγινε» είπε ο Αντώνης.

Ο τρόμος είχε ζωγραφιστεί στο βλέμμα μου.

«Δεν μπορώ» είπα. «Είμαι εκπαιδευμένος» απάντησε ήρεμα, σχεδόν σαν να μιλάει σε παιδί. «Εκπαιδευμένος σε τι;» ρώτησα ξαφνιασμένη. «Να αντιμετωπίζω καταστάσεις πανικού» συνέχισε ο Αντώνης. «Δηλαδή;» «Από την δουλειά μου, σε παρακαλώ μην ασχολείσαι» είπε, βγάζοντας τα γάντια του και κάνοντας μια συγκεκριμένη γκριμάτσα που έμοιαζε με ευγενικό χαμόγελο, μόνο που δεύτερη κουβέντα δεν σήκωνε.

Εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποίησα ότι ήξερα στο περίπου τι δουλειά έκανε. Οικονομολόγος. Τι δουλειά είχε ένας οικονομολόγος με όλα αυτά; Εκπαιδεύονται οι οικονομολόγοι σε καταστάσεις πανικού και επιθέσεις; Ο Αντώνης, ήταν αυτό που ήξερα ή μήπως τελικά δεν ήταν; Που είχα μπλέξει ακριβώς;

Φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Αποκαμωμένη από την ημέρα και την εναλλαγή των συναισθημάτων, το μόνο που ήθελα ήταν να βρω καταφύγιο στο ζεστό νερό και στο σαπούνι. Άφησα το σώμα μου να βυθιστεί  στη βολική μπανιέρα και μέσα στη σαπουνάδα και τους υδρατμούς «μίλησα» με τα ερωτηματικά και τις ανασφάλειές μου.

Δεν ήξερα σε τι ακριβώς ήταν εκπαιδευμένος. Χρειαζόμουν χρόνο για να μάθω για τη ζωή του και χρόνο για να μοιραστώ τη δική μου. Δεν γνώριζα όμως αν τον είχαμε, ούτε τα σχέδια που έκανε η ζωή για εμάς. Αυτό που καταλάβαινα  ήταν, ότι μέσα στο διήμερο, δεν υπήρχε χώρος για σκιές και ανούσιες φοβίες. Ήμουν πολύ μεγάλη πια για να παίζω κρυφτό με τον εαυτό μου και να παριστάνω την παρθενοπιπίτσα. Αν μου άρεσε.  Ή θα βούταγα ολόκληρη στο κάλεσμα της ζωής ή ας καθόμουν στα βαρετά αυγά μου. Για το μέχρι τώρα μου, ζούσα την πιο όμορφη ιστορία της ζωής μου. Αργότερα κατάλαβα πως ο Αντώνης μου χάρισε ολόκληρο το Παρίσι μέσα σε δύο νύχτες. Το δώρο αυτό δεν θα μπορούσε κανείς να μου το πάρει, ούτε καν ο ίδιος. Ένα κομμάτι της καρδιάς μου θα έμενε για πάντα εκεί, γιατί εκεί ήταν η θέση του. Ίσως ήταν το ευχαριστώ μου. Ίσως πάλι, να είμαστε έτσι φτιαγμένοι οι άνθρωποι. Να αφήνουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας σαν σφραγίδα της σημαντικότητας της στιγμής μας. Ποιος ξέρει;

Τυλίχτηκα στο μπουρνούζι και βγήκα καθαρή και καινούργια. Με περίμενε χαμογελαστός. Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και πιάσαμε το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει στο μπαρ. Η νύχτα συνεχιζόταν και η δικιά μας ιστορία μόλις ξεκινούσε.

Η Βόλτα – Κεφ. 4

Η επόμενη ημέρα με βρήκε μελαγχολική και νευρική. Ένα εικοσιτετράωρο ακόμα και το παραμύθι έφτανε στο τέλος του.

Είχα νευριάσει με τον εαυτό μου. Ο χρόνος, το κάθε ένα λεπτό που περνούσε, χανόταν στο παρελθόν. Συνειδητοποιούσα ότι με το φόβο της επόμενης ημέρας, έχανα αυτή που ζούσα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το αλλάξω.

Ο Αντώνης είχε φύγει νωρίς από το δωμάτιο

«πρέπει να τηλεφωνήσω στα παιδιά, αν θέλεις πρωινό θα σε συναντήσω στην τραπεζαρία» είπε και εξαφανίστηκε.

Έμεινα μόνη μου, με τις λέξεις του και το χαστούκι της πραγματικότητας που άθελά του μου είχε ρίξει. Σηκώθηκα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Το χλωμό τέρας με τα κόκκινα μάτια. Άνοιξα τη βρύση και άφησα το παγωμένο νερό να τρέξει. Γέμισα το νιπτήρα και βούτηξα συνεχόμενα το κεφάλι μου στο παγωμένο νερό προσπαθώντας να συνέλθω. Ήμουν γεμάτη από αλκοόλ, εμπειρίες και το μυαλό είχε σκεπαστεί από ένα θολό πέπλο. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Αύριο στο αεροπλάνο θα σκεφτόμουν. Σήμερα θα προσπαθούσα να ζήσω.

Λίγη ώρα αργότερα τον συνάντησα στην τραπεζαρία. Είχε γεμίσει ένα πιάτο μπροστά του και έτρωγε σαν να μην υπήρχε αύριο, βάζοντας στην άκρη τους καλούς του τρόπους.

«Mετά από τόση κραιπάλη χρειάζομαι ένα καλό πρωινό» είπε.

Γέμισα το φλιτζάνι μου με καφέ και χάζευα έξω από το παράθυρο.

«Δεν θα φας;» «Δεν μπορώ» «Μα είσαι νηστική…»

Δεν απάντησα. Είχα κλειστεί μέσα στο καβούκι μου. Ούτε διάθεση για ανούσιες συζητήσεις είχα. Τον κοίταξα στα κλεφτά. Μου άρεσε αυτό που ζούσα. Το Παρίσι, ο Αντώνης, η τρέλα μας. Θα μπορούσα να απαριθμήσω ένα σορό πράγματα. Κοίταξα το χώρο γύρω μου προσπαθώντας να αποφύγω το βλέμμα του.

«Τι συμβαίνει;» με ρώτησε λίγο ανήσυχος.

Δεν ήθελα να του πω την αλήθεια. Ανασήκωσα τους ώμους αδιάφορα.

«Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα» είπα.

Ερωτευόμουν και το συνειδητοποιούσα εκείνη τη στιγμή. Ήξερα ότι ζούσα μια ιστορία χωρίς αύριο. Μια ιστορία που θα έμπαινε στο σεντούκι των καλών στιγμών. Κοσμοπολίτικη όμως. Από αυτές που θα μπορούσα να διηγούμαι μυστικά στις φίλες μου. Θύμιζε λίγο σύγχρονο παραμύθι. Pretty woman σκέφτηκα και άρχισα να τραγουδάω προσπαθώντας να μιμηθώ τη φωνή του Roy Orbison.

Pretty woman, walkin’ down the street Pretty woman the kind I like to meet Pretty woman I don’t believe you, you’re not the truth No one could look as good as you, mercy

Πήγαμε με τα πόδια στο μετρό. Δύο βήματα από εμάς ήταν ο σταθμός Vanin. Κατεβήκαμε στο Saint-Germain-des-Prés. Εννοείται ότι στο  Café des Flore δίνεις ραντεβού με την ιστορία. Ο Picasso, o Sartre, o Camus και τα croissantes. Ξεχάστηκα και αναλογίστηκα όλους αυτούς τους ανθρώπους της τέχνης. Να μπορούσα να τους σφίξω το χέρι. Αυτό ήθελα. Περπατήσαμε στο Quartier Latin ούτε ξέρω για πόση ώρα και φτάσαμε από την άλλη πλευρά μέχρι τον πύργο του Άιφελ. Έκατσα να τον χαζεύω μερικά λεπτά. Ήταν σκεπασμένος από την ομίχλη και δεν μου φάνηκε τόσο εντυπωσιακός όσο περίμενα. Από μακριά και ειδικά τη νύχτα φαινόταν καλύτερος. Οι φωτογραφίες εξιδανικεύουν ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε εκείνη τη στιγμή.  Οι κήποι του Τροκαντερό, η βόλτα στο Σηκουάνα, η αψίδα του θριάμβου και η υπέροχη λεωφόρος του Champs-Elysées μας άνοιξαν την όρεξη. Παγωμένοι στρίψαμε στα στενά και βρεθήκαμε σε ένα όμορφο στέκι για burger. Μα στο Παρίσι για burger;

Καθίσαμε στη μπάρα και παραγγείλαμε και δύο μπύρες μαζί με το φαγητό. Ο Αντώνης λάτρευετα burger. Εγώ πάλι είχα λατρέψει το Παρίσι. Άρχισε να μου εξιστορεί με πάθος την ιστορία των μνημείων. Κούναγα το κεφάλι μου με ενδιαφέρον αλλά δεν άκουγα. Απλώς ρουφούσα την κάθε στιγμή. Αποτύπωνα εικόνες, μυρωδιές και γεύσεις. Η ιστορία εκείνη την στιγμή δεν με ενδιέφερε. Μπορούσα να την διαβάσω στα βιβλία. Η ατμόσφαιρα όμως και ο οργασμός των αισθήσεών μου ήταν κάτι που κανείς δεν θα μπορούσε να μου χαρίσει αργότερα.

Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο περασμένες έξι. Λανθασμένα φαντάστηκα ότι θα πέφταμε για ύπνο. Έφταιγαν ίσως τα πόδια μου που πονούσαν. Αν το καλοσκεφτείς, έξι ώρες περπάτημα δεν το λες και λίγο. Ο Αντώνης όμως άνοιξε το laptop και μου έδειχνε αμέτρητες φωτογραφίες από μέρη που είχε επισκεφθεί. Πρόσωπα τυχαία και άγνωστα. Άνθρωποι ρακένδυτοι, νύφες, δρόμοι έρημοι. Γάτες, τοπία άγρια, θάλασσες καλοκαιρινές αλλά και θάλασσες χειμωνιάτικες. Σπίτια πολύχρωμα, σπίτια ρημαγμένα. Φωτογραφίες πότε ασπρόμαυρες και πότε έγχρωμες. Γεμάτες με αντιθέσεις και συναισθήματα. Μοναξιά, θλίψη, χαμένες ιστορίες αλλά και το καινούργιο. Χαρά και αναγέννηση και τότε ήταν που κατάλαβα. Είχε κρυμμένο μέσα του ένα παιδί που φοβόταν να φανερωθεί. Ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσει ήταν το κλικ του κλείστρου. Έκανα να του μιλήσω αλλά τον είδα να κοιμάται. Έκλεισα την οθόνη και με μια αφηρημένη κίνηση έτριψα τις μουδιασμένες μου πατούσες. Τα μάτια μου έκαιγαν από την κούραση. Η ανασφάλεια και οι σκέψεις ήταν πιο δυνατοί αντίπαλοι και με κρατούσαν ξύπνια.

Όση ώρα ο Αντώνης κοιμόταν χάζευα έξω από το παράθυρο και θύμωνα για την χαμένη ώρα. Είναι χαμένη ώρα να κοιμάσαι όταν οι λεπτοδείκτες γυρνάνε και μετράνε το χρόνο αντίθετα. Ήθελα να του ανοίξω το κεφάλι και το μόνο που έκανα ήταν να περιμένω να ξυπνήσει. Κατά τις εννιά τον σκούντησα ελαφρά. Όταν συνειδητοποίησε τι ώρα είναι έβαλε τις φωνές.

«γιατί με άφησες να κοιμάμαι τόση ώρα,τι ώρα είναι, δεν προλαβαίνουμε, σήκω κάνε γρήγορα, τι ώρα είπες ότι είναι; εννιάαα; χάσαμε την κράτηση»

Εκείνος κοιμόταν σε εμένα φώναζε. Δεν μου φαινόταν καθόλου δίκαιο.

 «Δεν πάω πουθενά» είπα και σταύρωσα τα χέρια μπροστά από το στήθος. «Χάσαμε τη κράτηση» γκρίνιαξε ο Αντώνης. «Σκασίλα μου, μας μένουν λίγες ώρες και σκοπεύω να τις περάσουμε καλά» «Ήταν πολύ ωραίο εστιατόριο…» «Νομίζω ότι δεν κατάλαβες. Μαζί σου θέλω να είμαι, χέστηκα για το εστιατόριο» είπα και πετάχτηκα επάνω. «Θα κανονίσω κάτι άλλο» είπε ο Αντώνης αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του.

Ήταν το τελευταίο μου βράδυ στο Παρίσι. Το μόνο που με ένοιαζε, ήταν να γίνω όσο πιο λαμπερή μπορούσα. Να αφήσω για ανάμνηση αυτή την εικόνα πίσω μου.

Περιδιαβαίναμε τους δρόμους και τα τακούνια μου σκάλωναν κάθε τόσο στο πλακόστρωτο. Ευτυχώς αυτή την φορά δεν έπεσα. Ούτε κοίταγα τα φώτα, τα αξιοθέατα και τον κόσμο. Τον λαιμό μου προσπαθούσα να καθαρίσω από τον κόμπο. Είχα πάψει να νοιώθω ανάλαφρη κι εκείνη η αίσθηση του αποχωρισμού είχε εγκατασταθεί στην καρδιά μου. Θυμάμαι ότι πρώτη φορά κατάλαβα το πόσο κρύος ήταν ο αέρας στην ατμόσφαιρα, όταν η εσωτερική φωνή μέσα μου με ενημέρωνε ότι τέτοια ώρα αύριο θα πετάω.

Φτάνοντας στην πόρτα του εστιατορίου κοντοστάθηκα. Τον κοίταξα με ένα ερωτηματικό στη ματιά. Γέλασε δυνατά. «Όχι σήμερα»είπε με νόημα και του χαμογέλασα. Σήμερα δεν είχε μάσκα, ούτε εκπλήξεις.

Ήταν ένα όμορφο μοντέρνο εστιατόριο με μεγάλα παράθυρα και πολύ εντυπωσιακές σερβιτόρες. Νομίζω ότι δεν έχω ξαναδεί πουθενά τόσο εντυπωσιακές γυναίκες. Χάζευα από τα παράθυρα την υπέροχη θέα. Το Παρίσι απλωνόταν στα πόδια μας. Παραγγείλαμε. Φιλέτο σενιάν χωρίς πιπέρι ο Αντώνης και ψητό σολομό εγώ. Πίναμε το κρασί με την ησυχία μας. Δεν ήθελα να βιαστώ με τίποτα. Ήταν η ώρα που είχα ανάγκη για υποσχέσεις. Ότι αυτή η ιστορία δεν θα είχε τέλος. Ότι ήταν μόνο η αρχή. Όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ειπώθηκε. Χαμογελαστοί απολαμβάναμε το γεύμα μας. Χαμογελαστός ο σολομός έκανε τσουλήθρα στο πιάτο μου. Μπουκιά δεν κατέβαινε.

Τελειώσαμε το φαγητό και ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο club στον πάνω όροφο.

Καθίσαμε στη μπάρα, όρθιοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Μου έδωσε το ποτό μου και τότε κατάλαβα ότι είχε μελαγχολήσει. Του κράτησα το χέρι. Είχε κατεβάσει τα μάτια και είχε ακουμπήσει τους αγκώνες του στη μπάρα. Μου θύμισε τον Άτλαντα, που κουβαλούσε τον ουράνιο θόλο στην πλάτη του.

«Τι συμβαίνει» τον ρώτησα. «Γιατί να ζω όλα αυτά μαζί σου και να μην έχω καταφέρει να ζήσω ούτε μια τέτοια στιγμή στο γάμο μου;» είπε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.

Μονολογούσε. Είχε πει δυνατά τις σκέψεις του. Δεν μπορεί να μην είχε περάσει καλά στο γάμο του. Ούτε μια στιγμή δεν το πίστεψα αυτό. Υπήρχε όμως κάτι που εκείνος ήξερε και για την ώρα δεν είχε μοιραστεί μαζί μου. Για την ακρίβεια, ήταν πολλά αυτά που δεν μου είχε πει και δεν είχα τολμήσει να ρωτήσω. Άρχισα να σκέφτομαι δειλά, ότι αυτή η ιστορία θα είχε συνέχεια. Αναθάρρησα. Ξαφνικά τίποτα δεν είχε σημασία παρά μόνο να περάσουμε καλά και αυτή τη νύχτα. Το παιχνίδι της γάτας άρχισα να το παίζω από την αρχή.

Τον είδα να χαμογελάει,

«Οι κοπέλες στη διπλανή παρέα, μιλάνε για το φουστάνι σου, τους αρέσει πολύ» είπε χαμηλόφωνα και με καμάρι. Μισόκλεισα τα μάτια φιλάρεσκα και ζάρωσα τη μύτη μου με νάζι. Ένοιωσα το κορμί μου να ψηλώνει. Δεν ήταν λίγο ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο να μιλάνε για το δικό μου φουστάνι · στο Παρίσι.

Τον πλησίασα χωρίς τυμπανοκρουσίες. Χωρίς τη γρήγορη στα όρθια συνουσία και τα κρυμμένα εσώρουχα στην τσέπη του σακακιού του. Ανθρώπινα άρχισα να ξεδιπλώνω τις κλωστές από αυτό το μυστηριώδες δυνατό συναίσθημα του έρωτα. Ήταν η γήινη σιωπηλή στιγμή δύο ανθρώπων που ερωτεύονται.

Φύγαμε από το club σχεδόν τελευταίοι. Η μουσική είχε σταματήσει, τα φώτα είχαν ανάψει και η απαγόρευση της ώρας μας έδειχνε την εξώπορτα. Περπατήσαμε στον παγωμένο δρόμο, χωρίς κίνδυνο αυτή τη φορά. Ανακατευθήκαμε με τον υπόλοιπο κόσμο και βρήκαμε ζεστασιά στη θαλπωρή του ξενοδοχείου. Μια νύχτα που δεν τελείωσε.  Μια νύχτα χωρίς να κοιμηθούμε. Μόνο σμίξαμε σε μια ερωτική διαδρομή που δεν είχε τέλος.

Η ώρα του αποχαιρετισμού είχε φτάσει και η φωνή του Ewan McGrecor μέσα στο κεφάλι μου τραγουδούσε

«Never knew I could feel like this Like I’ve never seen the sky before Want to vanish inside your kiss Everyday I love you more and more»

και αναρωτιόμουν αν ήταν ποτέ δυνατόν να πω αντίο και δεν είπα.

Ένα φιλί στα πεταχτά στη μέση του δρόμου και μία βιαστική υπόσχεση στα όρθια ότι δεν λέμε γεια. Τίποτα μελοδραματικό, παρά μόνο ο ήχος της πόρτας από το ταξί που έκλεισε μαλακά. Ξεκίνησα για το δρόμο της επιστροφής χωρίς να γυρίσω το κεφάλι για να δω τη φιγούρα του να εξαφανίζεται. Χωρίς να ξέρω αν θα τον ξαναδώ. Ένα κομμάτι της καρδιάς μου είχε μείνει εκεί, στο πεζοδρόμιο του Montparnasse και δεν θα έμπαινα στον κόπο να το πάρω πίσω ποτέ.

 

Το Δώρο – Κεφ. 5

Παρίσι 6 χρόνια μετά, Απρίλιος, αεροδρόμιο CDG, αναχώρηση για Αθήνα. Ο Αντώνης σταμάτησε το αυτοκίνητο με το μαλακό τράβηγμα του χειρόφρενου.  Κατέβασε βιαστικά τη βαλίτσα και μου έδωσε ένα φιλί στα πεταχτά.

«Χάρηκα πολύ που ήρθες και ελπίζω να ξανάρθεις» είπε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο.

«Μην πεις τίποτα, σε παρακαλώ, άστο…» ψέλλισα και έκανα ένα βήμα προς τα πίσω.

Με κοίταξε με συγκατάβαση, κούνησε το κεφάλι και εξαφανίστηκε. Τα σκούρα γυαλιά, δεν τα έβγαλα ούτε για ένα λεπτό. Προσπάθησα να κρύψω χωρίς επιτυχία τα δάκρυα που πλημμύριζαν τα μάτια μου. Ο κόσμος έγινες θολός. Πέρασα από το check in με το κεφάλι κατεβασμένο, την ψυχή και το σώμα μουδιασμένα. Βγήκα έξω για να καπνίσω. Να καπνίσω και να κλάψω. Έξι χρόνια και το τέλος μόλις είχε έρθει. Σκεφτόμουν ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ότι συνέβη αυτό που γνώριζα από την αρχή ότι θα συμβεί. Το ταξίδι προς την περιπέτεια, που τόσο ανάλαφρα ξεκίνησε για ένα Σαββατοκύριακο, κράτησε πολύ περισσότερο και κάθε φορά έλεγα «ίσως τώρα να είναι η τελευταία» αλλά δεν ήταν. Κανένας από τους δυο μας δεν υποσχέθηκε, δεν ζήτησε, δεν έκανε όνειρα. Ψέματα. Εγώ έκανα όνειρα και την ίδια στιγμή τα ξέχναγα για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά. Εκλογίκευα το συναίσθημα. Αφήσαμε τη ζωή μας στην τύχη. Ζήσαμε τάχα ελεύθεροι χωρίς περιορισμούς. Κάθε τόσο όμως, αναρωτιόμουν τι έκανε αυτή τη σχέση μοναδική. Η μαγεία που ο ίδιος δημιουργούσε; Η περιπέτεια που υπήρχε σε κάθε ταξίδι; Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε στο να συναντηθούμε; Η προετοιμασία για το ταξίδι ή το ίδιο το ταξίδι; Το μέχρι πρότινος παράνομο και κρυφό; Ή μήπως η ανάγκη να δραπετεύσω από την ίδια μου τη ζωή ; Τα μεγάλα χρονικά κενά μέχρι την επόμενη φορά; ή τελικά ήταν πράγματι ξεχωριστός;

Μόλις ένοιωσα τον αέρα, άφησα τα δάκρυα να κυλίσουν ελεύθερα. Ένας καυγάς ήταν τελικά αρκετός για να φέρει το τέλος; Ένας ηλίθιος καυγάς, μια συγγνώμη που δεν ειπώθηκε, σκιές που σκοτείνιασαν το μυαλό, φόβοι, ανασφάλειες και εγωισμός. Μνήμες από ένα παρελθόν που δεν μας αφορούσε και τελικά το βάλαμε στα πόδια την ίδια στιγμή. Κουκουλώσαμε τη «λάθος στιγμή», η πληγή όμως αιμορραγούσε. Σκούπισα τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου, ρούφηξα τη μύτη μου και αποχαιρέτισα νοερά το Παρίσι. Τα βήματά βαριά, κοίταγα κάθε σημείο του αεροδρομίου για να το «πάρω» μαζί μου.

Το τηλέφωνό κουδούνισε από το βάθος της τσάντας μου.

«Νομίζω ότι φεύγεις έχοντας την εντύπωση ότι δεν θέλω να ξανάρθεις» είπε

«….» δεν απάντησα.

«Με ακούς;» ρώτησε ο Αντώνης νευρικά.

«Έτσι νοιώθω» ψέλλισα και τα δάκρυα άρχισαν πάλι να τρέχουν ποτάμι.

«Κάνεις λάθος, θέλω πολύ να ξανάρθεις» είπε και η πληγή σταμάτησε να αιμορραγεί. Δεν μπορούσα ακόμα να χαμογελάσω. Ήθελα να γυρίσω πίσω, να πάρω τη μεγάλη στροφή και να αλλάξω τη ζωή μου όλη. Να ζήσω μαζί του, να αφήσω πίσω μου ό,τι με κράταγε δέσμια. Δεν έκανα όμως τίποτα. Για άλλη μια φορά έμεινα μουγκή ακολουθώντας μια πορεία που δεν ήθελα.

Η απογείωση μόλις ξεκίνησε. Έγειρα το κεφάλι μου στο παράθυρο και αφέθηκα στη θύμηση των τελευταίων ημερών.

Σε αυτό το ταξίδι, είχα προσγειωθεί στις Βρυξέλλες. Η Ελένη, φίλη από τα παλιά, έκανε ένα μεγάλο party και θα μας φιλοξενούσε μαζί με τον Αντώνη, σπίτι της. Τους είχα γνωρίσει μεταξύ τους, ένα καλοκαίρι στην Αθήνα. Το party της Ελένης είχε μεγάλη επιτυχία. Ήμουν χαρούμενη που βρισκόμουν εκεί αλλά η αλήθεια ήταν ότι ήθελα να γυρίσουμε στο σπίτι του Αντώνη. Στη βαλίτσα μου είχα κρύψει το δώρο του και ήθελα να είμαστε οι δυο μας για να του το δώσω. Η αλήθεια ήταν ότι είχα ψάξει πολύ για να το βρω και ήθελα να κάνω τη στιγμή ιδιαίτερη.

Πήγαιναν τέσσερα χρόνια πια που είχε χωρίσει οριστικά. Μπορούσαμε να τριγυρνάμε τον κόσμο όλο με την ησυχία μας. Χωρίς ενοχές και χωρίς μυστικά. Την επόμενη του party πίστευα ότι θα γυρίζαμε στο Παρίσι. Ο Αντώνης όμως ήθελε να πάμε μέχρι την Αμβέρσα και πήγαμε. Ήταν περίοδος Πάσχα για τους καθολικούς και είχε περισσότερες ημέρες στην διάθεσή του. Η ατελείωτη ευθεία που συνδέει τις Βρυξέλλες με την Αμβέρσα είναι λίγο βαρετή καθώς και η ατελείωτη βροχή που συνήθως πέφτει.

Περπατήσαμε στο λιμάνι αλλά το αφήσαμε γρήγορα. Το κρύο και η βροχή δεν βοηθούσαν για τη βόλτα αυτή. Στρίψαμε στα στενά και βρεθήκαμε στην αγορά. Ο Αντώνης ψώνιζε για το σπίτι του μικροαντικείμενα μετά μανίας. Πεινάσαμε και είχαμε μπροστά μας δρόμο. Μπήκαμε στο πρώτο συμπαθητικό καφέ που βρήκαμε και φάγαμε κάτι πρόχειρο. Ήθελα να φύγουμε.

«Μήπως θα ήθελες να μείνουμε εδώ και να επιστρέψουμε αύριο;» με ρώτησε.

«Ούτε να το σκεφτείς» απάντησα και τον είδα να με κοιτάει με απορία. Συνήθως οι εκδρομές δεν ήθελα να τελειώσουν. Αυτή τη φορά όμως σκεφτόμουν το δώρο που έμενε κλεισμένο στη βαλίτσα. Τρίτο βράδυ στη σειρά πήγαινε πολύ. Είχα μπροστά μου μόνο τρεις νύχτες. Η Αμβέρσα μπορούσε να περιμένει.

Γυρίσαμε στο Παρίσι μετά από τέσσερεις ώρες οδήγημα. Είχε νυχτώσει για τα καλά και οι αντοχές μας είχαν αρχίσει να μας εγκαταλείπουν. Ανεβήκαμε με τα πόδια τις σκάλες φορτωμένοι με τη βαλίτσα μου και τις σακούλες του Αντώνη. Παράτησα τα πράγματα στο βοηθητικό δωμάτιο και εξαφανίστηκα στο μπάνιο. Θυμάμαι ότι όπως ήμουν τυλιγμένη με την πετσέτα, κάθισα στο κρεβάτι μέχρι να αποφασίσω τι θα φορέσω. Κρύωνα λίγο.

«Ξύπνα υπναρού» άκουσα τη φωνή του Αντώνη.

Κοίταξα γύρω μου σαν χαμένη. «Τι ώρα είναι;» ρώτησα και είδα έξω από το παράθυρο τον γκρι ουρανό του Παρισιού. Πετάχτηκα σαν ελατήριο. Είχα χάσει ένα ολόκληρο βράδυ.

«Τι έπαθες;» με ρώτησε και τι να του εξηγήσω; Ότι το δώρο μου θα γυρίσει στην Αθήνα περιμένοντας την επόμενη φορά;

«Έλεγα, σήμερα το βράδυ…» συνέχισε ο Αντώνης και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Άλλο ένα βράδυ χαμένο; Αυτό πήγαινε πολύ. Πήρα την κατάσταση στα χέρια μου. Ας τα αφήναμε όλα στην τύχη, χωρίς πρόγραμμα. Έτσι του είπα και το δέχτηκε.

Η ημέρα πέρασε ξεκούραστα. Πήγαμε βόλτα, φάγαμε έξω, ήπιαμε τον καφέ μας και γυρίσαμε στο σπίτι νωρίς.

Την ώρα που ο Αντώνης έβλεπε τις ειδήσεις εξαφανίστηκα. Έκανα ένα γρήγορο μπάνιο, έφτιαξα τα μαλλιά μου και βάφτηκα τόσο όσο χρειαζόταν. Άνοιξα τη βαλίτσα, ξεδίπλωσα με προσοχή το «δώρο» του και το φόρεσα. Χωρίς κοσμήματα, μόνο με τις γόβες και ένα ζευγάρι μακριά γάντια. Ήταν από μόνο του πολύ σέξι, πολύ κοντό και με όλη την πλάτη έξω.

«Θα μπορούσες να μου βάλεις ένα ποτήρι κόκκινο κρασί;» τον ρώτησα. Γύρισε και με κοίταξε. Έσβησε την τηλεόραση και έμεινε σιωπηλός να με παρατηρεί.

«Το δώρο σου» είπα.

Με πλησίασε, έπιασε το χέρι μου και με στριφογύρισε.

«Είναι τέλειο, απλώς τέλειο» είπε και έκλεισε τα φώτα. Πήρε τον αναπτήρα και άναψε όλα τα κεριά και χωρίς να χάσει ούτε ένα λεπτό έστησε το δικό του σκηνικό.

Έφερε το κρασί με δυο ποτήρια σε ασημένιο δίσκο. Εξαφανίστηκε με ένα βιαστικό «περίμενέ με». Άκουσα το νερό από το μπάνιο να τρέχει, πήρα το ποτήρι με το κρασί και στάθηκα στο παράθυρο. Κοίταγα έξω αλλά δεν έβλεπα. Αφουγκραζόμουν μόνο τους ήχους. Άκουσα τα βήματά του και τη φωνή του George Michael.

Don’t kiss me, darling I want you to hear the things I say I loved you in my way But you know I’m gonna leave you

Γύρισα και τον κοίταξα. Στεκόταν στη μέση του σαλονιού φορώντας το κοστούμι του και φτιάχνοντας τα μανικετόκουμπα. Κάθισε στην πολυθρόνα και μου έκανε νόημα να καθίσω απέναντί του στον καναπέ. Ήταν σαν να ξεκινούσαν όλα από την αρχή. Δεν με άγγιζε, μόνο με προσέγγιζε. Πίναμε κρασί και γελάγαμε. Ανακαλύπταμε τις καινούργιες πτυχές του εαυτού μας. Έβλεπα τα μάτια του και τις σπίθες που πέταγαν.

«Σήκω» με πρόσταξε και μου ζήτησε να σταθώ όρθια στο παράθυρο κοιτώντας προς τα έξω. Άκουσα τον ήχο της φωτογραφικής μηχανής. Ξεροκατάπια. Γύρισα και τον κοίταξα προσπαθώντας κάτι να πω αλλά με μια κοφτή κίνηση του χεριού του δεν με άφησε.

Στην αρχή ένοιωθα αμήχανα. Αποθανάτιζε την κάθε μου κίνηση. Ο συνεχόμενος ήχος του κλείστρου ήταν ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν στο δωμάτιο. Ο Αντώνης κρύφτηκε πίσω από τον φακό κι εγώ, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, έπαιξα μαζί του όλη τη νύχτα. Χαθήκαμε στο παιχνίδι του αισθησιασμού, της αποπλάνησης και της φωτογραφίας.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα με την ησυχία μου. Από το σπίτι δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Τον φώναξα, «έλα σου έχω φτιάξει καφέ» μου απάντησε από μακριά. Κουλουριάστηκα λίγο ακόμα, κρατώντας αγκαλιά το μαξιλάρι και το πάπλωμα. Ένοιωσα τους καρπούς μου να με πονάνε. Χαμογέλασα πονηρά και κρυφοκοίταξα προς το κομοδίνο. Η γραβάτα του, η αυτοσχέδια χειροπέδη, ήταν πεταμένη δίπλα μου. Το φουστάνι θα είχε μείνει μάλλον στο σαλόνι. Σηκώθηκα και φόρεσα ένα από τα φούτερ του. Εισέπνευσα βαθιά. Το δωμάτιο είχε τη μυρωδιά του πάθους. Χθες είχα δει άλλη μια πτυχή του. Πιο βίαιη, πιο ενστικτώδη και πιο αρσενική. Δάγκωσα τα χείλια μου. Ήθελα κι άλλο.

Με ανακατεμένα τα μαλλιά και ξυπόλητη πήγα να τον βρω.

Η γυάλινη καφετιέρα και η μεγάλη κούπα για τον καφέ με περίμεναν στο σαλόνι. Πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου είδα στη μεγάλη οθόνη της τηλεόρασης τις φωτογραφίες μου να ακολουθούν η μία την άλλη. Δεν ξέρω αν άκουσα πρώτα τη μουσική ή αν είδα πρώτα τις φωτογραφίες. Έμεινα αποσβολωμένη να κοιτάζω τη χθεσινή νύχτα να περνάει από μπροστά μου σαν ταινία.

«Σου αρέσει;» με ρώτησε με αβεβαιότητα.

Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ήταν η χαρά του μεγάλη και με έκανε να νοιώσω ότι όλο αυτό ήταν το δικό του δώρο προς εμένα.

Είχα γίνει screen saver στον υπολογιστή και στην τηλεόραση. Ο Αντώνης περίμενε την απάντησή μου. Γέμισα την κούπα με καφέ και παρακολουθούσα την πορνό πλευρά του εαυτού μου.

Με ρώτησε ξανά, «σου αρέσει;» και ένευσα μην μπορώντας να πάρω τα μάτια μου από το είδωλό μου.

Το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν η Ελένη.

«Πως περνάτε εσείς οι δύο;» πρόλαβε μόνο να ρωτήσει. Ο Αντώνης έκανε σαν μικρό παιδί. Τράβηξε το ακουστικό από τα χέρια μου και άρχισε να περιγράφει στην Ελένη τη χθεσινή βραδιά. Είχε πάρει το τηλέφωνό και πήγαινε προς το γραφείο του. Ξυπόλητη τον ακολουθούσα κουνώντας τα χέρια μου πέρα δώθε. Αυτό το πίτσι πίτσι καθόλου δεν μου άρεσε και ειδικότερα η εξιστόρηση της χθεσινής νύχτας. Τι ήταν αυτό τώρα;

«Σου στέλνω μια φωτογραφία με το φουστάνι της» τον άκουσα να λέει. «Όχι» τσίριξα «φέρε μου το τηλέφωνο». Ο Αντώνης γύρισε την πλάτη του από την άλλη πλευρά για να με αποφύγει. «Δεν θα τολμήσεις» φώναξα θυμωμένη. «Γιατί; ντρέπεσαι; Μα δεν υπάρχει κάτι για να ντρέπεσαι, να κοίτα …» κλικ και έφυγε.

Η φωτογραφία μου με το φουστάνι ταξίδευαν τώρα στο διαδίκτυο.

«Δεν είχες κανένα δικαίωμα να το κάνεις αυτό» είπα με φωνή σπασμένη.

Ο Αντώνης δεν καταλάβαινε, ή για να μπαλώσει το σφάλμα του παρίστανε ότι δεν καταλαβαίνει.

«Πως κάνεις έτσι; Οι γυναίκες τα μοιράζεστε όλα μεταξύ σας με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες» είπε. «Όχι, αυτό το κομμάτι, δεν ήθελα. Δεν καταλαβαίνεις, είναι κάτι δικό μου και δικό σου, δεν ήθελα, δεν θέλω». «Δεν θέλεις τι;» «Αδιάκριτα βλέμματα και αδιάκριτες κουβέντες».

Γύρναγα στο σπίτι σαν παλαβή. Κάπνιζα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και έπιανα το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να σπάσει.

«Παραβίασες κομμάτι της προσωπικής μου ζωής χωρίς να σου το επιτρέπω, ξεπέρασες κάθε όριο» είπα και εννοούσα την κάθε μου λέξη.

Αυτό ήταν. Είχε καταπατήσει το ζωτικό μου χώρο. Θύμωνα από την αδιακρισία του, θύμωνε με το λάθος του. Πέρασε στην επίθεση. Μιλούσε ακατάπαυστα και δεν καταλάβαινα λέξη από αυτά που μου έλεγε. Αναφερόταν στο τέλος του γάμου του, χωρίς να έχω πάρει είδηση πότε φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Ποιος έβαλε στη κουβέντα μας το γάμου του; Ένας γάμος που είχε ήδη τελειώσει και που ποτέ δεν είχε σχέση με εμάς τους δύο.

«Μπορεί να μην πίστευες καν ότι θα χωρίσω, όπως έκαναν όλοι οι φίλοι μου άλλωστε. Από το ένα αυτί σας έμπαινε και από το άλλο σας έβγαινε και κάπου μέσα σας όλοι, πιστεύατε ότι είμαι άλλος ένας μαλάκας».

Ένοιωθα ότι ζούσα το θέατρο του παραλόγου και του το είπα, έχοντας ήδη τρομάξει με αυτή τη «λογική» που με οδηγούσε στην παράνοια.

«Αν έχεις διάθεση να με προσβάλεις τότε βρήκες λάθος άνθρωπο» είπε μέσα στην απόλυτη ηρεμία.

Αυτή η πλασματική ηρεμία με έβγαζε από τα ρούχα μου.

«Να σε προσβάλω; Δεν καταλαβαίνω λέξη απ’ όσα μου λες. Κάθεσαι απέναντι μου με τα χέρια σταυρωμένα σε ένδειξη κύρους και αναλύεις το συναίσθημά μου σαν να είναι οικονομική έκθεση. Γίνεσαι τεχνοκράτης και ψυχρός ενώ εγώ σου μιλάω για ανθρώπινα αισθήματα». «Συνεχίζεις να χρησιμοποιείς προσβλητικά επίθετα» είπε με μια υποψία απειλής στη φωνή του. «Μίλα ανθρώπινα δεν σε καταλαβαίνω» ούρλιαξα.

Δεν θύμωσε γιατί ούρλιαζα, ούτε γιατί δεν καταλάβαινα. Υποθέτω ότι θύμωσε γιατί βρήκα την ευαίσθητη χορδή του. Τεχνοκράτης, ψυχρός, χωρίς συναίσθημα. Οι λέξεις που τον τσάκισαν. Η ψεύτικη εικόνα του. Από έξω σκληρός σαν γρανίτης και από μέσα ευαίσθητος σαν μικρό παιδί.  Την ώρα εκείνη δεν μπόρεσα να συνειδητοποιήσω την αλήθεια του, ούτε πόσο πόνο κουβαλούσε μέσα του. Ούτε κι εκείνος κατάλαβε πόσο με πλήγωνε η έλλειψη ενσυναίσθησης και η συγγνώμη που δεν είπε.

«Πάω να κάνω μπάνιο γιατί πνίγομαι» είπε και εξαφανίστηκε. Προσπάθησα να βάλω το μυαλό μου σε τάξη αλλά δεν τα κατάφερα. Προσπάθησα να αλλάξω μέσα μου το κλίμα αλλά η προσπάθεια έπεσε στο κενό. Όταν επέστρεψε κοιταχτήκαμε στα μάτια και η ένταση συνεχίστηκε.

«Έτσι θα περάσουμε την υπόλοιπη ημέρα μας;» ρώτησα με τα χείλη σφιγμένα. «Αν πρόκειται να το συνεχίσεις, τότε μάζεψε τα πράγματά σου να σε πάω σε ένα ξενοδοχείο τώρα» είπε και το εννοούσε. «Δεν είμαι βαλίτσα να με πηγαινοφέρνεις ότι ώρα σου καπνίσει. Θα φύγω από εδώ μία και καλή, είτε αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε τελειώσει οριστικά, είτε ότι θα έχουμε λύσει το θέμα μας» απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη. «Πήγαινε να κάνεις μπάνιο να ηρεμήσεις, δεν έχω καμία όρεξη να αναλύω άλλο» είπε.

Κρύφτηκα στην ησυχία της μπανιέρας. Έτριβα το κορμί μου με λύσσα. Θα μπορούσα να συνεχίσω την αντιπαράθεση μέχρι τέλους. Θα μπορούσα; Ποιόν κορόιδευα; Ο Αντώνης δεν θα μου ζητούσε ποτέ συγγνώμη. Δεν θα το επέτρεπε στον εαυτό του κι όσο τέντωνα το σκοινί, τόσο πιο γρήγορα θα φτάναμε σε οριστική ρήξη. Άντεχα; Όχι, ούτε άντεχα ούτε ήθελα. Μόλις είχα ανακαλύψει το τρωτό του σημείο. Το ερώτημα ήταν αν άντεχα να ζήσω με έναν άνθρωπο που δεν μπορούσε να ζητήσει συγγνώμη. Άντεχα; Προτίμησα να μην απαντήσω. Για την ώρα τουλάχιστον.

Το βράδυ βάλαμε να δούμε μία ταινία. Δεν ξέρω αν την παρακολουθούσε, εγώ πάλι όχι.

«Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά» του είπα

Με κοίταξε επιφυλακτικά. Δεν περίμενα να μου απαντήσει. Τον πήρα αγκαλιά και τον χάιδευα όπως χαϊδεύεις ένα μωρό. Έμεινε ακίνητος μέχρι που τον πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά μου, χυμένος στον καναπέ, ήσυχος και ατάραχος.

Ξημέρωσε και μαζί με την καινούργια ημέρα οι μάσκες πήραν πάλι την θέση τους. Πως μπορούσε και το έκανε αυτό δεν το καταλάβαινα. Λες κι ένας ξένος με είχε καλημερίσει. Ευγενικός και απόμακρος και αυτή η εύθραυστη κρυστάλλινη ευγένεια με τσάκιζε. Ήθελα να φύγω, να τρέξω μακριά, να κρυφτώ στην σιγουριά της μοναξιάς μου, να αναπνεύσω καθαρό αέρα. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Σε λίγες ώρες έφευγα.

«Πάμε έξω για καφέ» είπε και κούνησα το κεφάλι καταφατικά. Το ουδέτερο έδαφος θα μας προστάτευε από τους εαυτούς μας.

Η βόλτα αυτή μου έμεινε αξέχαστη. Μάταια προσπαθούσα να διακρίνω μια σπίθα συναισθήματος στα βλέμμα του. Κενό. Ένα παγωμένο πέπλο και ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Είχα μια βαθιά επιθυμία, να του χώσω μια μπουνιά στα μούτρα μήπως κι έτσι κατάφερνα να σπάσω την κρυστάλλινη πανοπλία του σε εκατομμύρια μικρά κομμάτια. Δυστυχώς, οι καλοί μου τρόποι στάθηκαν εμπόδιο και για να μην λέω ψέματα, ήμουν περισσότερο κότα απ’ ότι ήθελα να παραδεχτώ και απλώς έκατσα στα αυγά μου.

Η αεροσυνοδός με ρώτησε αν θέλω να φάω. Μπουκιά δεν κατέβαινε. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Μόνο λίγο καφέ σας παρακαλώ» είπα και γύρισα πάλι στις σκέψεις μου.

Σε όλη την διάρκεια της πτήσης αναμασούσα τα ίδια και τα ίδια. Εξαντλημένη από την κούραση, την ένταση και την αίσθηση του τέλους, ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει ολόκληρη την αλήθεια του. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ο Αντώνης ένοιωσε ότι ακύρωσα τον παιδιάστικο ενθουσιασμό του και ότι τον κατηγόρησα για έλλειψη συναισθήματος. Τον είχα προσβάλει αλλά κι εκείνος είχε ξεπεράσει τα δικά μου όρια. Η διαφορετικότητά μας ήρθε για πρώτη φορά σε σύγκρουση. Μου πήρε σχεδόν μία εβδομάδα για να καταλάβω. Για να αφήσω πίσω το δικό μου κομμάτι εγωισμού, για να δω και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Τι θα υπερτερούσε δεν ήξερα.

«Ή το κόβεις ή προχωράς» έλεγε ο σοφός μου εαυτός. Όταν η κατάσταση φτάνει σε αδιέξοδο συνήθως έχεις δύο επιλογές. Μπορούσα να γυρίσω την πλάτη μου αδιαφορώντας οριστικά; και επιτέλους πόσες φορές θα προσπαθούσα να ξεφύγω από τον Αντώνη; Γιατί δεν παραδεχόμουν αυτό που μου συνέβαινε; γιατί προσπαθούσα να το υποβιβάσω; γιατί δεν κυνηγούσα το όνειρό μου; γιατί τόσα βαρίδια στα πόδια μου; και γιατί επιτέλους μιλούσα με γρίφους; γιατί δεν στεκόμουν σαν βράχος ακλόνητος μπροστά στα δικά μου θέλω; τι στο καλό φοβόμουν; Χιλιάδες γιατί πλημμύριζαν το κεφάλι μου.

Ένα γράμμα κι άλλη μία υπεκφυγή, αυτή τη λύση βρήκα.

Το Γράμμα – Κεφ. 6

Οι ημέρες προσπερνούσαν η μία την άλλη, αφήνοντας πίσω τους αυτό το βαρύ αίσθημα της μονοτονίας και αναπάντητα ερωτηματικά Η σιωπή του Αντώνη αλλά και η δική μου, έκανε την απόσταση να μεγαλώνει όλο και περισσότερο και δεν έφταιγαν τα χιλιόμετρα.

Ήθελα να μετατραπεί η ζωή μου σε σκηνή από ταινία. Να γυρίσω ένα βράδυ και να τον δω να με περιμένει ξαφνικά στην είσοδο, καθισμένο στα σκαλιά, με τη βαλίτσα. Ή καλύτερα να με ξυπνήσει μέσα στη νύχτα και να μου πει «ήρθα άνοιξε την πόρτα».  Να με πάρουν τηλέφωνο από την κεντρική είσοδο της εταιρίας και να μου πουν ότι με ζητάει ένας κύριος.  Να με αρπάξει από το χέρι και να εξαφανιστούμε, να πιάσουμε την ιστορία από την αρχή και να στρίβουμε δρόμο κάθε φορά που στο διάβα μας θα συναντούσαμε κακοτοπιές.

Γυρίζοντας από το Παρίσι η επικοινωνία μας έγινε τυπική. Οι λέξεις που είχαν ειπωθεί πονούσαν αλλά κανείς δεν είχε το θάρρος να ξετυλίξει το γεμάτο κόμπους κουβάρι.

Κάθε βράδυ σκεφτόμουν αυτά που ήθελα να του πω. Την ευθύνη μου απέναντι σε αυτή την σχέση. Την ευθύνη μου απέναντι στον εαυτό μου. Τι ήθελα να κάνω; Ποια κατεύθυνση θα ακολουθούσα; Αν το μαγικό  τζίνι, έλυνε όλα μου τα προβλήματα και  η ζωή μου γέμιζε από την πολυτέλεια της ελευθερίας και της οικονομικής ευημερίας τι θα έκανα; Τι θα επέλεγα; Ποια εμπόδια φρέναραν τις αποφάσεις μου, το μυαλό ή η πραγματικότητα;

Εκείνο το βράδυ έφυγα αργά από το γραφείο. Είχα ένα από εκείνα τα βαρετά συμβούλια, που οι ομιλητές φάνταζαν σαν εξωπραγματικές μορφές που είχαν προσγειωθεί στη ζωή μας από μια άλλη διάσταση. Αυτά που έλεγαν ή δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα ή εγώ είχα μεταμορφωθεί σε μια φιγούρα που περιέφερε ένα κορμί χωρίς ψυχή.

Μπήκα στο σπίτι διαλυμένη. Παράτησα, τσάντα, κλειδιά και laptop όπου βρήκα. Έκανα ένα γρήγορο μπάνιο και τυλιγμένη με το μπουρνούζι σύρθηκα μέχρι την κουζίνα. Ανοιγόκλεισα τα ντουλάπια και το ψυγείο βαριεστημένα. Έφτιαξα κάτι πρόχειρο, περισσότερο για να συνοδεύσω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Το μόνο που ήθελα ήταν να ξεκουράσω το μυαλό μου.

Στα χέρια μου είχε πέσει μια γαλλική ταινία. «Μια πορνογραφική σχέση» ο τίτλος (Une Liaison Pornographique). Για κάποιο λόγο μου την είχαν δώσει την ταινία αυτή αλλά δεν θυμόμουν. Ξάπλωσα στον καναπέ και αδιάφορα στην αρχή, άρχισα να την παρακολουθώ. Θυμάμαι, πως αρκετά πριν τα μισά της ταινίας, είχα ήδη καθίσει οκλαδόν. Είχα αφήσει την ξάπλα και παρακολουθούσα συνεπαρμένη τους μονόλογους των δυο πρωταγωνιστών. Κάθε τόσο, συναντούσα ανάμεσα στις λέξεις τους, μια τον Αντώνη και μια εμένα. Η ετυμηγορία είχε βγει, τα λάθος συμπεράσματα και η ζωή που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, μόλις είχε ρίξει τους τίτλους του τέλους. Ενός τέλους πικρού μα τόσο αληθινού. Ήμουν συγκλονισμένη από την ένταση της αλήθειας που έβγαζε αυτή η ταινία. Περπατούσα αμήχανα πάνω-κάτω στο σαλόνι.  «Αν ζούσαμε στην ίδια πόλη θα πήγαινα να του χτυπήσω το κουδούνι, θα του έλεγα αυτά που αισθάνομαι, αυτά που θέλω, αυτά που ονειρεύομαι. Θα τον ρώταγα, θα… θα… θα…»

Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. «Αλήθεια, είναι αρκετά καλή η δικαιολογία ότι δεν ζούμε στην ίδια πόλη;» με ρώταγε ο εαυτός μου «και γιατί δεν μπαίνεις εσύ στο αεροπλάνο; Το πολύ πολύ να φας τα μούτρα σου».  Ο κρυφός μου εαυτός, σαν να είχε εμφανιστεί μπροστά μου με σάρκα και οστά.  Λες και καθόταν εκείνος στον καναπέ, με το αντιπαθητικό ειρωνικό μειδίαμα του ξερόλα και με τη λίμα, να στρογγυλεύει τις γωνίες των νυχιών. Μισούσα το κομμάτι του εαυτού μου που είχε δίκιο. Γιατί δίκιο είχε και το μισούσα, γιατί δεν είχα τα κότσια να το κάνω. Να μπω στο αεροπλάνο, να φτάσω στο Παρίσι και να διεκδικήσω τη σχέση από την αρχή.

Κοίταξα το ρολόι. Ήταν ήδη περασμένη η ώρα. Ήθελα να ακούσω τη φωνή του κι εκείνο το καθάριο του γέλιο. Δεν τόλμησα όμως να πάρω τηλέφωνο. Πολλά πράγματα δεν τολμούσα να κάνω και δεν καταλάβαινα το γιατί. Ο έρωτας είναι αυθόρμητος. Διεκδικητικός, κάνει λάθη, συγχωρεί, φωνάζει, κλαίει, λάμπει. Ο έρωτας δεν έχει σύνορα, δεν έχει μη και ούτε. Σε κάνει να υπερβείς τον εαυτό σου και να πετάξεις ψηλά. Ο έρωτας είναι η άνοιξη της ψυχής, η ανθοφορία κι εγώ ένοιωθα σαν Μεγάλη Παρασκευή.

Αισθανόμουν ότι έχανα τα λογικά μου. Καταλάβαινα ότι εκείνη την υπέρβαση που ήθελα να κάνω, συνάμα την φοβόμουν. Φυσικά δεν ήταν η υπέρβαση, ήταν η επικριτική ματιά του Αντώνη που έτρεμα. Ήταν σαν να έδινα αναβολή στο τέλος. Σε ένα τέλος που δεν ήξερα αν είχε έρθει αλλά σίγουρα δεν άντεχα να αντιμετωπίσω.

Ένα πράγμα ήταν σίγουρο. Μετά τον καυγά είχαμε λουφάξει και οι δύο. Ο κάθε ένας για τους δικούς του λόγους.

Άνοιξα τον υπολογιστή και άρχισα να γράφω. Έγραφα και έσβηνα. Ξαναγέμισα το ποτήρι με το κρασί αλλά κι αυτό δεν βοήθησε. Οι λέξεις έβγαιναν συγκρατημένες. Είχα χάσει την ορμή μου. Σηκώθηκα πήγα μέχρι το παράθυρο, χάζεψα για λίγο το δρόμο και γύρισα αποφασισμένη. Θα του έγραφα δύο λέξεις, ακόμα κι αν αυτές ήταν λάθος. Το λάθος είναι μια κίνηση. Είναι ενέργεια και από μόνο του παύει να είναι λάθος. Λάθος είναι η ακινησία η οποία συνήθως μεταφράζεται ως αδιαφορία και για εμένα ο Αντώνης μόνο αδιάφορος δεν ήταν.

Δυο λέξεις ήθελα να γράψω. «Μου λείπεις» ή τέσσερεις λέξεις «θέλω να σε δω» ή μία λέξη «έρχομαι». Δεν έγραψα τίποτα από αυτά τα λίγα και ανθρώπινα που ήθελα. Γέμισα δύο σελίδες με βλακείες, με αναλύσεις και ερμηνείες. Πόσο βαρετό και ακαταλαβίστικο γράμμα πρέπει να ήταν. Μετέπειτα, όταν το ξαναδιάβασα το χαρακτήρισα με μια λέξη «παπαρολογία». Μια πρόταση είχε μόνο νόημα. Η τελευταία, «Έφυγα από το Παρίσι με μαύρη καρδία».

Ο Αντώνης έκανε αρκετές ημέρες να επικοινωνήσει μαζί μου. Υποθέτω ότι άφηνε την ιστορία και την ένταση να ξεφουσκώσουν. Ίσως κι εκείνος να μέτραγε τα θέλω και τα δεν θέλω του. Ίσως πάλι να καταλάβαινε ότι κανείς μας δεν ήταν έτοιμος να παραδεχτεί τα πιο βαθειά συναισθήματά του. Για το λάθος του όμως, κουβέντα δεν έκανε. Καμία συγγνώμη, καμία δικαιολογία. Ο καυγάς είχε επικεντρωθεί στις λέξεις και στα νοήματα. Λες και δίναμε εξετάσεις στη Φιλοσοφική. Αυτό το λένε υπεκφυγή κι εδώ που τα λέμε ήταν άδικο, καθώς επίσης άδικο ήταν ότι εγώ κρυβόμουν πίσω από το δάχτυλό μου.

Ο καιρός στην Ελλάδα όλο και γλύκαινε. Στο μυαλό μου είχα βάλει ότι έπρεπε να ξεκόψω με τον Αντώνη. Δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, το μόνο που έκανα ήταν ότι είχα αρχίσει να βγαίνω με διάφορες παρέες. Να ξεφεύγω από τη μοναξιά του σπιτιού μου και τις εικόνες του Παρισιού. Ήμουν σίγουρη πως αν του το έλεγα δεν θα αντιδρούσε. Θα με άφηνε ελεύθερη να κινηθώ μέσα στις επιλογές μου.

Η Βάσω, που τόσο με είχε βοηθήσει στο πρώτο ταξίδι, στεκόταν δίπλα μου. «Έχουμε κανονίσει με τον Νίκο και κάποιους φίλους να πάμε για φαγητό στην Κηφισιά. Θα έρθεις;» με ρώτησε. Δέχτηκα. Τι είχα να χάσω; Κυριακή βράδυ ήταν.

Έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, χάϊδεψα με το χέρι μου τη μπλούζα μου, χαμογέλασα στο είδωλό μου και προσπάθησα να τα βρω με τον εαυτό μου. Με τον Αντώνη δεν είχα ξεκόψει αλλά προσπαθούσα να δημιουργήσω καινούργιες ευκαιρίες για τον εαυτό μου. Να γνωρίσω καινούργιους ανθρώπους και ποιος ήξερε; Ίσως …

Έψαχνα μέσα μου να δω την πραγματικότητα. Τι χαζή! Γνωρίζει ο έρωτας πραγματικότητα; Εκλογίκευα το συναίσθημα και δεν έδινα μια να τα γκρεμίσω όλα. Γιατί αυτό έπρεπε να κάνω. Να δώσω μια κλωτσιά και να ζήσω τη ζωή μου έτσι όπως ήθελα. Τουλάχιστον θα είχα τολμήσει.

Ο Αντώνης είχε δυο μικρά παιδιά από τον γάμο του τα οποία τα προστάτευε με νύχια και με δόντια. Δεν θα έβαζε άλλη γυναίκα στη ζωή του έτσι εύκολα. Δεν θα άφηνε επίσης το Παρίσι ποτέ. Γιατί άλλωστε; Άρα ο κλήρος της αλλαγής έπεφτε σε εμένα. Δεν το κουβέντιασα ποτέ. Ούτε προσπάθησα, ούτε το απέτρεψα. Απλώς δεν έκανα τίποτα. Ο φόβος υπερκάλυπτε την ανάγκη για περιπέτεια. Την ανάγκη για την μεγάλη αλλαγή. Εγώ δεν είχα πίσω μου παιδιά. Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί, αν με έστελνε η εταιρία μου σε μια καλύτερη θέση στο εξωτερικό θα έλεγα όχι; Μπα δεν νομίζω. Εκεί όμως θα είχα τη σιγουριά μιας θέσης. Μπούρδες, ένα σωστό άλλοθι, αυτό είναι η αλήθεια. Θα έπρεπε να παρατήσω τη ζωή μου, τη δουλειά μου, την οικογένειά μου, τους φίλους μου, την καθημερινότητά μου για να πάω στο Παρίσι και να ξεκινήσω από το μηδέν. Ωραία. Αν όμως όλα αυτά δεν οδηγούσαν πουθενά; Αν η σχέση με τον Αντώνη όταν γινόταν καθημερινότητα έχανε την μαγεία της τι θα κάναμε; Θα ήμουν εξαρτώμενη από αυτόν; Πόσο φριχτό μου φαινόταν και τι θα γινόταν αν θα φτάναμε στο τέλος. Το θέμα ήταν ότι μπροστά μου έβλεπα μια μαύρη μουτζούρα. Δεν έβλεπα φως και ξεγνοιασιά. Δεν είχα όραμα.

Μπήκα στο αυτοκίνητο. Με αυτές τις σκέψεις αισθάνθηκα λίγο καλύτερα. Λίγο πιο ελεύθερη. Μια έξυπνη γυναίκα φροντίζει να έχει φίλους, παρέες και να γνωρίζει κόσμο. Με κοίταξα στον καθρέφτη. «Κούκλα μου εσύ» είπα και ξεκίνησα για την Κηφισιά. Το ραδιόφωνο έπαιζε στο γνωστό σταθμό και όλα έδειχναν να είναι στη θέση τους. Μέχρι το επόμενο τραγούδι. Tired of being sorry, τραγουδούσαν οι Ringside και η ανάσα μου άρχισε να γίνεται κοφτή και γρήγορη, σαν να πνίγομαι.

Μπορούσα να αλλάξω σταθμό αλλά δεν το έκανα. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει ήδη. Προσπαθούσα να μην κλάψω αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι θα το πετύχαινα. Την πρώτη φορά που είχα ακούσει αυτό το τραγούδι, ήμουν στο διαμέρισμα του Αντώνη. Στο πάτωμα. Με τα ρούχα μας παραπεταμένα και τσαλακωμένα. Την πρώτη φορά που είχα ακούσει αυτό το τραγούδι ήμουν ιδρωμένη και δεν μπορούσα να αναπνεύσω αλλά χαμογελούσα.

Έφτασα στη Κηφισιά. Στέγνωσα τα βλέφαρά μου με προσοχή και μπήκα στο εστιατόριο. Η Βάσω μου είχε κρατήσει θέση δίπλα της. Η παρέα ήταν μεγάλη και ευτυχώς το ρεπερτόριο της μουσικής δεν ήταν ελληνικό. Μιλάγαμε όλοι μεταξύ μας. Κάποιους τους ήξερα κάποιους όχι. Το κρασί ήταν μια σκέτη απόλαυση αυτό το οποίο δεν θυμάμαι καθόλου ήταν η γεύση του φαγητού. Για την ακρίβεια δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν έβαλα στο στόμα μου κάτι παραπάνω από σαλάτα. Το μυαλό μου ήταν κολλημένο στο τραγούδι και στον Αντώνη. Στο Παρίσι και στη σιωπή μας.

Η φιλενάδα μου κάθε τόσο μου τράβαγε μια κλοτσιά κάτω από το τραπέζι. «Χαμογέλα» μουρμούριζε και ακολουθούσα τη συμβουλή της. Η φιγούρα του Αντώνη είχε γιγαντωθεί μέσα μου. Ήμουν ανακατεμένη με τόσο κόσμο και ένοιωθα απελπιστικά μόνη.

«Φεύγω» είπα στη Βάσω. Δεν νοιώθω καλά. Χαιρέτησα την υπόλοιπη παρέα, δικαιολογήθηκα όσο πιο ευγενικά μπορούσα και το έβαλα στα πόδια. Μπήκα στο αυτοκίνητο σαν την τρελή. Βρήκα το CD που είχα γράψει τότε και το έβαλα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Η μουσική σκέπαζε το κλάμα μου. Έπιασα το κινητό μου. Ήταν περασμένη η ώρα. Στο Παρίσι ο Αντώνης θα κοιμόταν. Δεν με ένοιαζε καθόλου. Ίσως έφταιγε το κρασί, ίσως οι Ringside για ένα πράγμα ήμουν όμως σίγουρη. «Είχα κουραστεί να νοιώθω τόσο λυπημένη.»

Μια λέξη έγραψα μόνο στο μήνυμα που του έστειλα. «Έρχομαι» «Σε περιμένω» απάντησε αμέσως.

Το Λάθος – Κεφ. 7

Ήξερα ότι κάνω λάθος.  Ήταν λες και τα κύτταρα του εγκεφάλου μου το φώναζαν. Ο Αντώνης, το Παρίσι, οι μεγάλες σιωπές, οι σπασμωδικές κινήσεις για να ξεφύγω από την εξουσία του και οι άπειρες δικαιολογίες. Οι εκλογικεύσεις,  οι επιθυμίες μου, οι φόβοι αλλά και οι ανασφάλειες. Όλα ήταν λάθος. Αυτό που κινούσε τα νήματα του μυαλού και της καρδιάς ήταν το πάθος.  Ίσως τα μεγάλα πάθη κρύβουν κάτω από το χαλάκι τους μεγάλα λάθη.  Ίσως πάλι το μεγαλύτερο λάθος είναι να μην ζήσεις το πάθος σου. Ούτε ήξερα, ούτε με ενδιέφερε. Θα το ζούσα, γιατί αυτό μόνο μπορούσα να κάνω. Γιατί δεν μπορούσα να ξεφύγω.

Για άλλη μια φορά έκλεινα τη βαλίτσα μου. Αυτή τη φορά όμως, το χρώμα της, μεταφορικά,  ήταν κόκκινο. Σαν μεθυστικό κρασί. Σαν κόκκινο φτηνό εσώρουχο. Κόκκινο σαν αίμα ή σαν γυαλιστερό χαρτί περιτυλίγματος. Η βαλίτσα, τα συναισθήματα, το μυαλό και το κορμί ήταν γεμάτα από κόκκινο χρώμα και έτοιμα να κάνουν λάθη. Μεγάλα λάθη, αυτά που τα ονομάζουμε ζωή.

Είχα παρκάρει ήδη το αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο όταν χτύπησε το κινητό μου. Ήταν από το γραφείο. «Θέλει να σου μιλήσει ο Διευθυντής μας» είπε, με την ψυχρή επαγγελματική φωνή της, η βοηθός του. Κανονικά θα έπρεπε να απαντήσω , να δώσω μια ψεύτικη δικαιολογία, να πεθάνω έστω κάποια θεία. Τίποτα απ’ όλα αυτά τα αναμενόμενα δεν έκανα. «Είμαι στο Παρίσι» της είπα και συνέχισα «θα σας δω την Δευτέρα». Έκλεισα το τηλέφωνο χαμογελώντας. Παράλογο, παράτολμο αλλά πέρα για πέρα αληθινό.  Το μόνο ψέμα ήταν, ότι στο Παρίσι, θα ήμουν σε λίγες ώρες. Όχι ακόμα, σε λίγο σκέφτηκα και πέρασα την πύλη.

Είχα κλείσει εισιτήριο στην πρώτη θέση. Δεν υπήρχε λόγος για τόσα έξοδα αλλά ήθελα να το κάνω. Ήθελα κάποιον να με φροντίζει και ο μοναδικός που μπορούσε να το κάνει αυτό, δεν ήταν άλλος από τον ίδιο μου τον εαυτό.

Check in, χειραποσκευές, βαλίτσα και ένα πονηρό χαμόγελο. Ο Αντώνης θα με περίμενε στο αεροδρόμιο. Ήξερα ότι παρακολουθούσε τα πάντα από την οθόνη του κινητού του. Τι ώρα γινόταν η αποβίβαση και που βρισκόταν ανά πάσα στιγμή το αεροπλάνο. Ένα πράγμα δεν ήξερε ακόμα ή μάλλον δύο.

Με την καπαρντίνα στο χέρι, την τσάντα περασμένη στον ώμο και το αποφασισμένο βλέμμα κατευθύνθηκα προς τις τουαλέτες. Περίμενα για λίγο στη σειρά μου χωρίς να παίζω νευρικά με τα δάχτυλά μου. Άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας, τακτοποίησα το πανωφόρι και την τσάντα και έβγαλα το εσώρουχο με τους κρίκους. Το έβαλα στη θήκη του και το πέταξα στην τσάντα. Το μόνο που σκεφτόμουν όταν το έβγαζα ήταν, πώς να αποφύγω το μηχάνημα για να μην χτυπήσει ανελέητα. Αυτό το αδιάκριτο βλέμμα του κόσμου δεν το άντεχα, ούτε την ιδέα του ελέγχου και τα χέρια της αστυνομικού να με ψαχουλεύουν. Το ύφος της όταν θα έβρισκε τους κρίκους.  Άραγε, ποια από τις δυο μας θα ήταν πιο γελοία; Από την άλλη όμως, η πρώτη θα ήμουν ή μήπως η τελευταία; Βγήκα, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, διόρθωσα το μακιγιάζ , τη φούστα, έκανα μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό μου και ικανοποιημένη από την εικόνα μου κατευθύνθηκα προς την έξοδο.  Μου άρεσε το ρυθμικό τικ-τικ των τακουνιών μου όπως ακουμπούσαν στο δάπεδο. Ήταν σαν να μου ψιθύριζαν που πάω.

Η πτήση της Aegean έφυγε στην ώρα της.  Πάντα απολάμβανα την ώρα της απογείωσης. Ο ήχος της τουρμπίνας στα αυτιά μου, έφτανε σαν το σάλπιγμα της ελευθερίας.

Άνοιξα το βιβλίο μου. Το έκλεισα. Γύρισα το οπισθόφυλλο. Το άφησα στο κάθισμα δίπλα μου. Ευτυχώς ήταν κενό.  Έβγαλα το τσαντάκι με τα καλλυντικά. Ήρθε η αεροσυνοδός. «Καφέ;» με ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι καταφατικά. «Αν θέλετε κι άλλο να μου πείτε» είπε ευγενικά. Χάζευα απ’ έξω. Τα σύννεφα τόσο πυκνά και όμορφα. Όσο ένας απέραντος παραμυθένιος κόσμος από ζάχαρη άχνη. Έτσι ήθελα να είναι η ζωή μου. Χάθηκα στις σκέψεις μου μέχρι την ώρα του φαγητού. Ζήτησα κρασί. Ήπια δυο μικρά μπουκάλια. Ζαλίστηκα. Δεν με ενδιέφερε όμως. Αυτή η ζαλάδα θα φρόντιζα να παραμείνει στο κεφάλι μου όλο το τριήμερο.

Προσγειωθήκαμε. Η διαδικασία πλέον ήταν γνωστή. Ο Αντώνης με περίμενε ακριβώς στο ίδιο σημείο όπως πάντα. Τον έβλεπα από μακριά να με παρακολουθεί. Ένοιωθα σέξι και ήξερα ότι το εξέπεμπα. Το εσώρουχο με τους κρίκους το είχα φορέσει ξανά. Λίγο πριν την προσγείωση. Μου άρεσε, με έκανε να νοιώθω ότι το παιχνίδι το όριζα εγώ. Η εξουσία της λαγνείας.

«Μοιάζεις διαφορετική» είπε. Δεν απάντησα. Τον κοίταξα και του έδωσα την βαλίτσα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

«Δεν θα έρθω σπίτι σου» είπα πριν προλάβει να βάλει μπροστά τη μηχανή. Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Έχω κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο, στο Hôtel Chateaubriand – Champs Elysées» συνέχισα με τέτοια φυσικότητα που είδα τον Αντώνη να απορεί. Κοίταξα τα νύχια μου. Μου άρεσε το χρώμα που είχα επιλέξει. Είχαν το χρώμα του δαμάσκηνου.

«Είσαι με τα καλά σου;» με ρώτησε ξαφνιασμένος.

«Πολύ περισσότερο απ’ ότι φαντάζεσαι» απάντησα και συνέχισα σε άλλο τόνο. «Αν θέλετε, μπορείτε να με ακολουθήσετε, είμαι η προσωπική σας καργιόλα και περιμένω τις εντολές σας» είπα ανεβάζοντας τη φούστα μου τόσο, όσο να φανεί η κάλτσα με τη σιλικόνη.  Το παιχνίδι μόλις είχε αρχίσει.

Στο ξενοδοχείο ο Αντώνης τακτοποίησε όλα τα διαδικαστικά. Το δωμάτιο ήταν έτοιμο και μας περίμενε.

Ήξερα τι θα αντικρίζαμε μπαίνοντας μέσα. Το είχα κανονίσει από πριν. Ο Αντώνης δεν ήξερε. Η μπανιέρα, με το επίχρυσο σκούρο χρώμα, τα αρχικά του ξενοδοχείου και τα σκαλιστά πόδια, ήταν στον ίδιο χώρο με το τεράστιο κρεβάτι.  Το δωμάτιο παρ’ όλο που ήταν εσωτερικό και έβλεπε στον φωταγωγό, φωτιζόταν από έναν τεράστιο κρεμαστό πολυέλαιο γεμάτο κρύσταλλα. Αν έβγαζες το κεφάλι σου έξω από το παράθυρο, σου κοβόταν η ανάσα από το μέγεθός του.  Πάνω στο γραφείο, το αγαπημένο κόκκινο κρασί του Αντώνη μαζί με δυο κρυστάλλινα ποτήρια.  Τον κοίταξα με νόημα.

«Θα σε περιμένω ντυμένη» είπα όσο εκείνος σέρβιρε το κρασί μας.

Ήπιε δυο γουλιές αμίλητος. Με κοίταζε με εκείνο το βλέμμα που έκανε τα σωθικά μου να καίγονται.

«Μην κουνήσεις δεν θα αργήσω» είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω του για να επιστρέψει λίγη ώρα αργότερα με έναν σάκο γεμάτο ρούχα, φορώντας κοστούμι, γραβάτα και έχοντας ένα μυστήριο βλέμμα.

«Γδύσου» είπε, άνοιξε το σάκο και έβγαλε από μέσα ένα μαύρο κουτί. Ξάπλωσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και με παρατηρούσε χωρίς το πρόσωπο του να κάνει τον παραμικρό σπασμό.

Υπάκουσα. Άρχισα να γδύνομαι αργά, παριστάνοντας ότι είμαι μόνη στο δωμάτιο. Με τις κινήσεις που κάνει η πρωταγωνίστρια πάνω στη σκηνή. Ήξερε ότι με έβλεπε, το παιχνίδι όμως είχε τους δικούς του κανόνες. Ο Αντώνης κράτησε το εσώρουχο με τους κρίκους και έπαιζε μαζί τους. Ήταν ο μοναδικό ήχος που ακουγόταν σε όλο το δωμάτιο. Μπήκα στην μπανιέρα και άφησα το νερό να τρέχει επάνω μου καυτό. Είχα ανατριχιάσει. Η απόλυτη σιωπή του από τη μια και ο ήχος των κρίκων από την άλλη με τρέλαινε. Έπιασα το σαπούνι και το ακούμπησα κάτω από τη μύτη μου. Ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά του. Ρούφηξα με δύναμη το άρωμά του και κάθισα στο χείλος της μπανιέρας. Χωρίς να κοιτάζω τον Αντώνη, άφηνα το σαπούνι να γλιστράει επάνω μου. Έπαιζα και κάθε τόσο έπινα και μια γουλιά κρασί. Όλα αυτά μαζί έφταναν για να με κάνουν να χάσω τον έλεγχο. Να φύγω και να ξεφύγω από τον ίδιο μου τον εαυτό. Από την άλλη άκρη του δωματίου άκουσα κάτι να ανοίγει. Δεν έδωσα σημασία. Το νερό έτρεχε επάνω μου. Είχα βουτήξει το δάχτυλο στο ποτήρι με το κρασί και χάιδευα τα χείλη μου. Ερχόταν προς το μέρος μου. Τον είχα δει με την άκρη του ματιού μου.

«Γύρνα» μου είπε και με έπιασε από τους ώμους. Αισθάνθηκα στο λαιμό μου να μου φοράει κάτι. Ασυναίσθητα προσπάθησα να το πιάσω. «Μη» ακούστηκε αυταρχικά η φωνή του. «Σε σφίγγει;» με ρώτησε και ταυτόχρονα δοκίμασε με τα χέρια του να δει αν μπορούσα να αναπνεύσω. «Ντύσου» είπε.

Βγήκα από την μπανιέρα με ανακούφιση. Αυτή η προσμονή, μου είχε κόψει την ανάσα.  Πήγα προς τον καθρέφτη να δω το δώρο μου. «Μην τολμήσεις» ακούστηκε η φωνή του πίσω μου. «Μα…» προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ.

Δεν υπήρχαν «μα» που να έχουν χώρο σε εκείνο το δωμάτιο.

«Θα φορέσεις μόνο το φουστάνι σου» είπε και ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό να φέρω αντιρρήσεις. Χαμογέλασε ικανοποιημένος.  Είχε ξεχωρίσει στην άκρη αυτά που ήθελε να βάλω.

«Η καργιόλα μου δεν είπες ότι είσαι;» συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντησή μου. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Τα πράγματα γινόταν μάλλον επικίνδυνα και δεν ήμουν σίγουρη ότι μπορούσα να τα χειριστώ.

Έβγαλα το τσαντάκι με τα καλλυντικά. Πήγα στον καθρέφτη να φτιάξω το μακιγιάζ μου και τότε είδα το περιλαίμιο που μου είχε φορέσει.  Ήταν μαύρο, δερμάτινο και κρεμόταν ένας κρίκος. Απλό, ακριβό, πρόστυχο και μου άρεσε όσο τίποτα άλλο. Άρχισα να χαϊδεύω το λαιμό μου και να απολαμβάνω αυτό που σηματοδοτούσε το δερμάτινο περιλαίμιο. Γινόμουν έρμαιο στα χέρια του και το ήθελα σαν κολασμένη. Ήταν επιλογή μου και αυτό με έκανε να τον θέλω πιο πολύ. Τον κοίταξα με νόημα.

Κρατώντας το παλτό μου στα χέρια του, βγήκαμε από το δωμάτιο χωρίς την τσάντα μου. Χωρίς το κινητό μου. Χωρίς λεφτά. Χωρίς την ανεξαρτησία μου.  Έκανα να γυρίσω πίσω.

«Μου ανήκεις» είπε και κράτησε το παλτό μου για να το φορέσω. Το Champs Elysées το βράδυ είναι πανέμορφο αλλά γίνεται ακόμα ομορφότερο όταν ανήκεις κάπου, το σώμα καίγεται  και η ψυχή ηρεμεί.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. «Που πάμε» ρώτησα, «Θα δεις» μου απάντησε χαμογελώντας αινιγματικά.

Η απόσταση από το ξενοδοχείο με το αυτοκίνητο ήταν δεν ήταν δέκα λεπτά.

«Κοίτα μου είπε» και μου έδειξε την ταμπέλα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Crazy Horse  διάβασα και η ανάσα μου κόπηκε.  Βιαζόμουν να μπω μέσα σε ένα από τα πιο ξακουστά cabaret του κόσμου. Περάσαμε την πόρτα, δώσαμε τα παλτά μας και κατεβήκαμε στην αίθουσα. Η πρώτη απογοήτευση ήρθε και με συνάντησε. Περίμενα ότι θα βρισκόμουν σε ένα chic χώρο με τραπέζια, όμορφα τραπεζομάντηλα, κρυστάλλινα ποτήρια και ό,τι άλλο μπορεί να δημιουργήσει μαγεία στο γυναικείο κεφάλι. Όχι όμως. Τάβλες σαν τεράστια μακρόστενα θρανία περασμένων δεκαετιών που στην πλάτη του μπροστινού σου, ακουμπούσε ένας σερβιτόρος ένα μπουκάλι σαμπάνιας και δύο γυάλινα ποτήρια, του σωρού. Δεν είπα τίποτα. Κάθισα χαμογελαστή στην θέση μου. «Κρίμα η προετοιμασία» σκέφτηκα και ακούμπησα με τα ακροδάχτυλά μου το περιλαίμιό. Τα φώτα έκλεισαν και σε δευτερόλεπτα, η μαγεία ξεδιπλώθηκε μπροστά μου.

Κορμιά γυμνά, που η λέξη πανέμορφα τα αδικεί. Μουσική, αισθησιασμός και αυτό που θα μπορούσε να γίνει χυδαίο μεταμορφώθηκε σε τέχνη που συναρπάζει και σε βάζει σε άλλους κόλπους. Το παιχνίδι του αισθησιασμού στο Crazy Horse παίρνει άλλες διαστάσεις.  Γίνεσαι ένα με αυτά τα αέρινα πλάσματα και ξυπνάει μέσα σου ένας άλλος εαυτός που κανείς ποτέ δεν στον σύστησε, ένας εαυτός που έπρεπε να μείνει κρυμμένος. Είχα σαστίσει απ’ όλα. Το μόνο που ήθελα, ήταν να αποκτήσω μια από αυτές τις υπέροχες περούκες, να με εκπαιδεύσω, να περάσω σε μια άλλη διάσταση.

Γύρισα και κοίταξα τον Αντώνη. Με περιεργαζόταν. Η σαμπάνια δεν πινόταν με τίποτα και ειλικρινά, ήταν κάτι που δεν είχε κανένας μας ανάγκη. Του χαμογέλασα φιλάρεσκα. Μου άρεσα. Μου άρεσε η γύμνια μου, που μόνο εμείς οι δύο την ξέραμε. Ο κύριος που καθόταν ακριβώς δίπλα μου είχε πιεί σχεδόν όλο το  μπουκάλι και τα μάτια του ήταν καρφωμένα μονίμως στο περιλαίμιό μου.  Ο Αντώνης δεν έκανε καμία προσπάθεια να με προστατέψει. Το χρειαζόμουν; Δεν ήξερα. Αυτό το φλερτ με τα μάτια ενός άγνωστου άνδρα που με κατάπινε νοερά, έκανε τη γυναικεία μου φύση να ξεχειλίζει από προσμονή.

Το θέαμα τελείωσε, η μαγεία όμως όχι. Ο διπλανός κύριος ήθελε συνέχεια. Δεν είχα καταλάβει ακριβώς τι είχε στο μυαλό του, ή ποιά μπορούσε να είναι η κρυφή επιθυμία του, αυτό όμως που με ενδιέφερε ήταν ότι ήμουν επιθυμητή και γούσταρα.

Συνεχίσαμε τη βόλτα μας, με εμένα να διαμαρτύρομαι.  Το κορμί ζήταγε να ικανοποιηθεί.

«Ένα ουίσκι νομίζω ότι είναι ό,τι πρέπει για την περίσταση» είπε ο Αντώνης αδιαφορώντας για την λύσσα μου.

Δεν θυμάμαι που πήγαμε. Μάλλον μου ήταν αδιάφορο. Ήπιαμε τα ποτά μας με εμένα να τον βρίζω από μέσα μου. Δεν είχα μυηθεί ακόμα σωστά. Ο έρωτας και το σεξ έχουν πολλά μονοπάτια για να μην γίνουν βαρετά. Ο Αντώνης είχε διαλέξει για την ημέρα εκείνη, τη διαδρομή της έκπληξης αλλά και της αδημονίας.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να κόβουμε βόλτες. Ήθελα να του ανοίξω το κεφάλι.

«Ειλικρινά, τώρα πες μου που πάμε;» τον ρώτησα προσπαθώντας να συγκρατήσω την οργή μου. «Θέλω να σου δείξω το Παρίσι τη νύχτα» είπε σοβαρός. «Δηλαδή Paris by Night» πρόλαβα μόνο να πω και τον άκουσα να λέει «Γδύσου». «Ορίστε;» «Δεν θα το ξαναπώ, γδύσου» είπε όπως έστριβε το αυτοκίνητο σε μια πλατεία.

Η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο. «Δεν μπορώ, ντρέπομαι» είπα αλλά έβγαλα το παλτό μου. «Έτσι μπράβο, τώρα το φουστάνι» συνέχισε ο Αντώνης χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση για να με βοηθήσει.

Δεν έφταιγε εκείνος, εγώ δήλωσα ότι ήμουν η καργιόλα του. Άρα μια χαρά συμπεριφερόταν.

Οδήγησε το αυτοκίνητο σε κάτι στενά και βρεθήκαμε κάτω από μια συστάδα δέντρων. Τράβηξε το χειρόφρενο, άνοιξε την πόρτα και ήρθε από την πλευρά μου. Πήρε το παλτό μου και το έστρωσε πάνω στο καπό. Φοβήθηκα. Με τράβηξε από το χέρι, με ξάπλωσε πάνω στο αυτοκίνητο και με πήρε κάτω από τα δέντρα του Παρισιού, έχοντας μόλις ξεκινήσει η βροχή και χωρίς να μας ενδιαφέρει τίποτα.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και προσπάθησα να πιάσω το φουστάνι μου.

«Όχι, θέλω να σε νοιώθω γυμνή» είπε και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο φορώντας το παλτό μου και κρατώντας το φουστάνι στο χέρι.

Μπήκαμε στο δωμάτιο και γεμίσαμε την μπανιέρα με καυτό νερό. «Καλώς ήρθες στην άλλη πλευρά του Παρισιού» είπε και δεν κατάλαβα.

Ο Φόβος – Κεφ. 8

Είχα γυρίσει στην Αθήνα μετά από ένα θεότρελο Σαββατοκύριακο.  Ήρεμη πια, στην ησυχία του σπιτιού μου, άκουγα μουσική.  Είχα φτιάξει ένα πλατό με τυριά και φρούτα και είχα ανοίξει ένα μπουκάλι λευκό κρασί.  Μου άρεσε να με κακομαθαίνω. Ξάπλωσα στον καναπέ και άφησα το μυαλό να στριφογυρίσει στα πρόσφατα γεγονότα.

Όταν ξημέρωσε η επόμενη ημέρα, αρνήθηκα να γυρίσουμε στο σπίτι του Αντώνη. Η παραμονή μας στο ξενοδοχείο, με έκανε να αισθάνομαι ότι ξεφεύγω από τα όρια του εαυτού μου. Ο Αντώνης το κατάλαβε. Χωρίς να χρειάζεται να του εξηγήσω, πήρε την κατάσταση στα χέρια του και προσπάθησε να με μυήσει σε έναν άλλο κόσμο. Στην κρυφή, ανεξερεύνητη αλλά και άγνωστη ερωτική πλευρά του εαυτού μου και στις μυστικές πόρτες του Παρισιού.

Υπάρχουν ορισμένες σχέσεις, που είναι επικίνδυνες. Αφήνουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στο μυαλό, στην ψυχή αλλά και στο κορμί. Σε ξεκουνάνε από τη σιγουριά  και τη βολή της στημένης σε πλαίσια ζωής σου.  Ο Αντώνης και η σχέση μαζί του, με οδηγούσαν σε αυτή ακριβώς τη διαδρομή.

Θυμήθηκα την πρώτη φορά που ξεπόρτισα από το σπίτι. Ήμουν λίγο μετά τα δεκαοκτώ. Η μητέρα, από την μία χαιρόταν που θα έφευγα εκδρομή και θα έβγαινα από το τσόφλι της προστατευμένης μου ζωής. Αυτό το συναίσθημα, ήταν μάλλον της γυναίκας. Το άλλο, της μητέρας, ζούσε τον πανικό του. Ειδικά την ώρα που ετοίμαζα τη βαλίτσα μου και δεν ήξερα ποια κολόνια να πάρω μαζί μου. Ποια ήταν η πιο αισθησιακή; Αφού ίδρωσε αρκετές φορές μέχρι να μου μιλήσει για την «πρώτη νύχτα», θυμάμαι ότι κράτησα τα χέρια της, λέγοντάς της ότι είχα μια μεγάλη επιθυμία. «Να ζήσω τη ζωή μου στο έπακρο. Όταν θα φτάσω στο τέλος, να μην έχω ζήσει μια ευθεία γραμμή, να έχω ζήσει τόσο έντονα,  που η ζωή μου όλη να μοιάζει με καρδιογράφημα». Έφταιγαν ίσως τα παραμύθια και ο έρωτας που βιαζόμουν να ζήσω και να νοιώσω. Με ένοιωσε, κούνησε το κεφάλι της και μου είχε πει, «θα κλάψεις πολύ» και είχε δίκιο · δίκιο όμως είχα κι εγώ όταν της απάντησα «ναι, αλλά μετά, θα ευχαριστηθώ περισσότερο».

Τώρα λοιπόν ήθελα να τηρήσω τον όρκο απέναντι στον εαυτό μου. Να ευχαριστηθώ και ας έκλαιγα μετά. Το κλάμα καθαρίζει την ψυχή.  Έκλεισα τα μάτια και γύρισα πίσω, στο Παρίσι, νοερά.

Ο Αντώνης, δεν με ενημέρωνε γι’ αυτά που είχε αποφασίσει. Ειδικά όταν ήξερε ότι ο φόβος θα με κατέκλυζε και το μόνο που θα ήθελα θα ήταν να το βάλω στα πόδια.

«Θα λείψω για λίγο» είπε και με άφησε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Τον ακολούθησα κι εγώ, έχοντας στο μυαλό μου τις βιτρίνες του Champs-Élysées. Πόσο την ευχαριστήθηκα αυτή τη βόλτα! Ήμουν στο Παρίσι και ήμουν ευτυχισμένη. Σταμάτησα μπροστά στην βιτρίνα του Armani. Ένοιωσα ένα μικρό τσίμπημα ζήλιας. Τι να λέμε τώρα; Όλα τα ήθελα.  Ίσως κάποτε σκέφτηκα και χαμογέλασα. Ανασήκωσα τους ώμους και συνέχισα τη βόλτα μου.

Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο Αντώνης. «Σε περιμένω στο γνωστό εστιατόριο» μου είπε. Έφτασα λίγο αργότερα με τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα.
«Τι έπαθες;» με ρώτησε.
«Τι να πάθω; Ο Armani και οι φίλοι του με ξελόγιασαν» απάντησα.
«Σου αρέσουν οι … φίλοι;» είπε με κάποιο υπονοούμενο στη φωνή, που εκείνη την στιγμή δεν το κατάλαβα. Ξεφύλλιζα τον κατάλογο και η αλήθεια ήταν, ότι η βόλτα μου είχε ανοίξει την όρεξη. Παραγγείλαμε από ένα φιλέτο. Ο Αντώνης ζητούσε πάντα να μην έχει πιπέρι και να είναι μισοψημένο. Εγώ πάλι αυτό το χωρίς πιπέρι ποτέ δεν το κατάλαβα. Έπαιζα με μια τούφα από τα μαλλιά μου και χαμογελούσα όσο εκείνος έδινε την παραγγελία.

«Αυτό, είναι ένα δώρο για εσένα» είπε και συνέχισε «μόνο που δεν θα το ανοίξεις εδώ». «Τι είναι;» είπα γεμάτη ενθουσιασμό. Με κοίταξε και χαμογέλασε . «Θα το δεις μετά» είπε και άπλωσε την πετσέτα στα πόδια του.

Φάγαμε αρκετά καλά.
«Θα πρέπει να έχεις δυνάμεις για το βράδυ» είπε και τον κοίταξα με απορία. «Το βράδυ έχει μόνο ποτό» συνέχισε «και σε θέλω σε φόρμα». Δεν καταλάβαινα αλλά δεν ρώτησα και περισσότερα. Έτσι κι αλλιώς δεν θα μου έλεγε. Το ύφος του πλέον το ήξερα πολύ καλά. Τα μάτια μου, ήταν κολλημένα στην μαύρη σκληρή σακούλα. Προσπαθούσα, έστω στα κρυφά, να καταλάβω τι κρύβει μέσα της.

«Μην κλέβεις» είπε ο Αντώνης, «άσε που δεν θα καταλάβεις».
«Δώσε μου ένα στοιχείο» τον παρακάλεσα. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Πήρα το φλιτζάνι με τον καφέ, το έβαλα στο στόμα μου και τον κοίταζα στα μάτια λες και θα τον μαγνήτιζα. Έβαλε τα γέλια.

«Είναι κάτι που θα φορέσεις το βράδυ» είπε. Ενθουσιάστηκα. Η συσκευασία ήταν μεσαίου μεγέθους  για να μπορέσω να υποθέσω οτιδήποτε. Το προσπάθησα όμως. «Εσώρουχα» είπα με έναν άτακτο τόνο στη φωνή. «Δεν θα το βρεις» μου απάντησε και ένοιωσα σαν κακομαθημένο παλιόπαιδο που δεν του δίνουν το παιχνίδι του.

Γυρίσαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με την χρυσή μπανιέρα.  Πολύ μου άρεσε αυτό το παιχνίδι. Να μπαίνω μέσα, να παίζω με τους αφρούς και ο Αντώνης ξαπλωμένος στο κρεβάτι να δουλεύει με το tablet και να μιλάει στο τηλέφωνο. Τον άκουγα να μιλάει γαλλικά με την ελληνική προφορά του και η sexy του φωνή με αναστάτωνε γλυκά.

Το δώρο μου, δεν με είχε αφήσει ακόμα να το ανοίξω. Αυτό, έκανε την φαντασία μου να οργιάζει από σκέψεις και υποθέσεις. Τι ζούσα αλήθεια;  Ήταν αλήθεια η  παραμύθι, ήταν έρωτας ή χίμαιρα;

Ντύθηκα. Το χρώμα μου ήταν το μαύρο. Άνοιξα την ντουλάπα και έβγαλα το αγαπημένο μου φουστάνι. Στενό, μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο, με λεπτά τιραντάκια που κατέληγαν σε ένα χι, αφήνοντας την πλάτη ακάλυπτη. Φίνο, λιτό και τόσο όσο, για να μπορείς να παίξεις ό,τι ρόλο ήθελες.

Ο Αντώνης είχε ανοίξει τη σκληρή σακούλα και κρατούσε ένα μαύρο κουτί στα χέρια του. Ήρθε κοντά μου και μου φόρεσε ένα μαύρο σουέτ βραχιόλι στο αριστερό χέρι. Το περιεργάστηκα με το στόμα μισάνοιχτο. Από την κάτω πλευρά έδενε με δύο μικρά λουριά με ασημένια τρουκς. Στην πάνω πλευρά κρεμόταν ένας όμορφος ασημένιος βαρύς κρίκος. Ήταν τόσο απλό και τόσο εντυπωσιακό που το μόνο που βρήκα να πω ήταν «ουάου».

«Να φορέσεις και το περιλαίμιο σε παρακαλώ» μου ζήτησε και χατίρι δεν του χάλασα. Μέσα από το κουτί, τον είδα να βγάζει και κάτι άλλο, μόνο που το έκρυψε στην τσέπη του και φέρνοντας το δάχτυλο στο στόμα, μου έκανε νόημα να σωπάσω.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αυτή τη φορά περάσαμε στην απέναντι όχθη του Σηκουάνα. Καταλάβαινα ότι δεν είχε σκοπό να μου πει τίποτα.  Είχαμε βάλει μουσική και τον έβλεπα να προσπαθεί να μείνει απόμακρος. Ήθελα να τον ρωτήσω αν είχε κάτι, αλλά αυτή η μόνιμη γυναικεία ανασφάλεια, μας κάνει κουραστικές κι έτσι προτίμησα να σιγοψιθυρίζω το hit της εποχής.

Βρεθήκαμε σε άλλο ένα πολύ ωραίο club με αυστηρή πόρτα. Εδώ δώσαμε ταυτότητες. Αυτό δεν το είχα ξανασυναντήσει. Παλτό, βεστιάριο, τακούνια, σκάλες, «πρόσεχε μην ξαναπέσεις», γέλια, φωνές, τραγούδια. Πήγαμε κατευθείαν στον μπαρ. Η μουσική έπαιζε δυνατά. Κοίταζα γύρω μου μαγεμένη ξανά. Ωραίοι άντρες, ωραίες γυναίκες. Κοστούμια ακριβά, μανικετόκουμπα, βραδινά φουστάνια μακριά, κοντά, γυμνά, καλτσοδέτες και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα να μου δημιουργεί μια ευφορία και έναν κρυφό φόβο. Στο μπαρ δίπλα μου καθόταν μια όμορφη κοπέλα μόνη της. Δεν την έβλεπα όμως ούτε ανήσυχη, ούτε θλιμμένη. Έπινε το ποτό της με την ησυχία της και κοίταζε τον υπόλοιπο κόσμο με ύφος αδιάφορο. Μου είχε κάνει εντύπωση το πόσο ήρεμη έδειχνε και το απέριττο γυμνό φουστάνι της. Μαύρο, μακρύ, με ένα τεράστιο άνοιγμα στην πλάτη που σχεδόν έφτανε στο εσώρουχο αλλά και ένα αντίστοιχο ντεκολτέ. Είχε τραβήξει το φουστάνι της τόσο όσο να φαίνεται η άκρη της ζαρτιέρας της. Κομψή, χωρίς να αποπνέει τίποτα πρόστυχο. Κοίταζα εντυπωσιασμένη και ίσως και μαγεμένη. Μια παρουσία που θύμιζε περισσότερο οπτασία μέσα σε όλο αυτό τον καπνό των τσιγάρων και του χαμηλού φωτισμού.

Με τον Αντώνη είχαμε καθίσει σε ένα τραπέζι με δερμάτινους καναπέδες. Τριγύρω μας ήταν πολλά ζευγάρια. Το ντύσιμο όμως των γυναικών είχε μια πρόκληση που δεν εντυπωσίαζε. Ταίριαζε με το περιβάλλον. Οι γαλλίδες, είναι τόσο αδύνατες και ταυτοχρόνως έχουν τόσο στυλ, που είναι δύσκολο να εκχυδαΐσουν την εικόνα τους. Τίποτα περιττό δεν θα βρεις επάνω τους.

Πίναμε ουίσκι. Στην πόρτα κοντοστάθηκε ένα ζευγάρι. Ο άντρας κρατούσε στο ένα του χέρι ένα μπουκάλι σαμπάνια και στο άλλο το ποτήρι του. Η γυναίκα, μικροκαμωμένη και ημίγυμνη κρατούσε ένα τσαντάκι και το δικό της ποτήρι. Έψαξαν με τα μάτια τους στο χώρο να βρουν κάπου να καθίσουν, μόνο που το μπαρ είχε γεμίσει ήδη.

«Θα σε πείραζε να τους πούμε να καθίσουν μαζί μας;» με ρώτησε ο Αντώνης και με ξάφνιασε. «Όχι, … φυσικά .., βέβαια … ναι» είπα τραυλίζοντας και μην καταλαβαίνοντας αυτή την ευγένεια του Αντώνη.

Μας ευχαρίστησαν και ήρθαν στην παρέα μας. Το κορίτσι δεν μιλούσε τίποτα άλλο πέρα από τη μητρική της γλώσσα. Γαλλικά. Ωραία παρέα θα κάναμε. Τι θα λέγαμε; Ο άντρας, με το μπουκάλι στο χέρι ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Μαζεύτηκα. Εδώ κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Αντώνης γέλασε και μίλησε με την κοπέλα χωρίς να μπει στον κόπο να μου μεταφράσει. Κοίταξα τον άντρα δίπλα μου. Συμπαθής και μεθυσμένος. Κράταγε την σαμπάνια και γέμιζε το ποτήρι του και τα μάτια του ήταν υγρά. Διακριτικά κινήθηκα ελαφρώς πιο κοντά στον Αντώνη. Δεν τον είδα να ταράζεται, αντιθέτως είχε πιάσει κουβεντούλα με την κοπέλα και τα έλεγαν μια χαρά.
«What’s your name?» με ρώτησε ο άντρας δίπλα μου. Ευτυχώς μιλούσε αγγλικά. Του απάντησα και συνέχισε συστήνοντας  μου τον εαυτό του. Δίπλα μου λοιπόν, καθόταν ο μεθυσμένος Ανρί, στέλεχος γνωστής τράπεζας.  Μου σύστησε και την κοπέλα του αλλά δεν συγκράτησα το όνομα. Πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, τράβηξε μια γερή γουλιά από το ποτό του και έπεσε πάνω μου κλαίγοντας. Με έπιασε από τον λαιμό και άφησε τα αναφιλητά του να τραντάξουν το στήθος του.
«Γιατί της αρέσουν οι γυναίκες; Τι έχετε εσείς που δεν το έχω εγώ;» έλεγε ο Ανρί. Κοίταξα τον Αντώνη με απορία. «Τι λέει;» τον ρώτησα. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν καταλαβαίνω καλά. Αν η γαλλική προφορά του Ανρί με μπέρδευε και τέλος πάντων γιατί έκλαιγε επάνω μου;
«Είναι μεθυσμένος» είπε ο Αντώνης «αλλά ναι, στην κοπέλα του αρέσουν οι γυναίκες» συνέχισε.

Το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει γύρω-γύρω. Περιεργάστηκα το χώρο και οι υποψίες, με έζωσαν σαν φίδια.

«Μην τρομάζεις βγες από εκείνη την πόρτα και έρχομαι» είπε ο Αντώνης και χωρίς να μπω στον κόπο να χαιρετήσω εξαφανίστηκα. Νόμιζα.

Πέρασα την πόρτα που μου είχε υποδείξει και βρέθηκα σε έναν μισοσκότεινο χώρο με μια περίεργη μυρωδιά. Μου θύμιζε μέντα και πάταγα πάνω σε κάτι που δεν καταλάβαινα. Τι ήταν αυτά που πάταγα και υπήρχαν διάσπαρτα σε όλο το πάτωμα; Έμεινα ακίνητη προσπαθώντας να συνηθίσω το χαμηλό φωτισμό. Άκουγα βογκητά; Όχι δεν μπορεί κι αυτά τα άσπρα τι ήταν; Κινήθηκα στο χώρο. Άκουγα φωνές. Σαν υπνωτισμένη προχώρησα από εκεί που ερχόταν οι ήχοι. Θυμάμαι ότι κοίταγα το πάτωμα. Στα αριστερά  μου είδα ένα ζευγάρι αντρικές κάλτσες σε γυμνά πόδια. Γύρισα απότομα και αντίκρισα ένα ζευγάρι να κάνει σεξ. Απέναντι ένας καθρέφτης και μια μεγάλη μπάρα από αυτή που έχουν στις σχολές μπαλέτου. Πιάστηκα από την μπάρα και άρχισα να κάνω βήματα προς τα πίσω. Αργά αλλά σταθερά μέχρι που ακούμπησα κάπου και τινάχτηκα. Ήταν ο Αντώνης.

«Τι είναι εδώ;» είπα χαμηλόφωνα με φωνή γεμάτη απόγνωση.

«Privé Club» απάντησε ο Αντώνης με μια φυσικότητα. «Πάμε να φύγουμε τώρα» είπα «και τι είναι αυτά που πατάω και γλιστράω;» ρώτησα.
«Προφυλακτικά εννοείται» μου απάντησε.
Έμεινα μουγκή, πιασμένη από την μπάρα του μπαλέτου με τα δυο χέρια και την πλάτη ακουμπισμένη πίσω. Ήμουν σαν ζώο έτοιμο να εκτιναχθεί με άλμα στον αέρα.  Η ανάσα μου άρχισε να γίνεται κοφτή. Κοίταγα προς όλες τις κατευθύνσεις και έβλεπα γυμνά κορμιά να περιφέρονται, να συνουσιάζονται και να απολαμβάνουν έναν κόσμο άγνωστο σε εμένα. Ένας τεράστιος φόβος ήρθε και με τύλιξε. «Αν … αν κάποιος με πλησίαζε; Τι θα έκανα; Τι θα έλεγα;»

Αισθάνθηκα τους πρώτους κόμπου ιδρώτα να εμφανίζονται στο πρόσωπό μου. Το περιλαίμιο, μου έσφιγγε ξαφνικά το λαιμό. Δεν ήθελα να βρίσκομαι εκεί που βρισκόμουν. Δεν ήθελα να πηδηχτώ με κάποιον άσχετο. Δεν ήταν αυτή η φαντασίωσή μου. Αγωνία, αυτό θυμάμαι. Τράβηξα το περιλαίμιο για να μπορώ να αναπνεύσω, άρχισα να τρέχω και έσπρωξα με τις παλάμες μου κάποιον που βρέθηκε στο δρόμο μου. Μπήκα στην τουαλέτα κι έκανα εμετό. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου και βγήκα έξω κυνηγημένη από την μυρωδιά της μέντας.

Πήγα στο τραπέζι.

«Καλώς την όμορφη Ελληνίδα» φώναξε ο Ανρί. Τώρα ήταν η δικιά μου σειρά να κλαίω. Μου γέμισε το ποτήρι  μέχρι επάνω με ουίσκι και έκλεισε το μάτι του με νόημα. Ο Αντώνης εμφανίστηκε μετά από λίγο και με βρήκε να τρέμω στην αγκαλιά του Ανρί. Η κοπέλα του Ανρί και ο Αντώνης γελούσαν μαζί μας.  Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ο Ανρί κι εγώ είχαμε μεθύσει για τα καλά. Παρ’ όλο το μεθύσι μας όμως, το παράπονό δεν το ξεχάσαμε.

Η κοπέλα του Ανρί ήθελα να πηγαίνουν σε αυτά τα club και να κάνουν τρίγωνα με άλλες γυναίκες. Ο Αντώνης πάλι, απ’ ότι έμαθα δεν είχε ιδιαίτερες προτιμήσεις. Γυναίκες ή άντρες δεν τον ενδιέφερε. Το μόνο που ήθελε ήταν να μοιραζόταν με την σύντροφό του νέες εμπειρίες.

Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο έντονα εκνευρισμένοι και οι δύο.

«Το κακό μαζί σου είναι ότι δεν με εμπιστεύεσαι» είπε με ύφος πολύ έντονο καθώς πέταγε την γραβάτα του στην καρέκλα.

Εκείνο το βράδυ ξαναμπήκα στην χρυσή μπανιέρα και τριβόμουν σαν να ήθελα να αλλάξω δέρμα.
«Δεν ξέρω τι με έχει πειράξει πάνω απ’ όλα» είπα, «το γεγονός ότι δεν με προειδοποίησες, ότι δεν με ρώτησες ή ότι με έβαλες σε ένα παιχνίδι που δεν ήταν δικό μου».
«Δεν ξέρεις αν θα σου άρεσε αφού δεν το δοκίμασες» απάντησε ενοχλημένος. «Γιατί δεν με άφησες να σου δείξω και έναν άλλο τρόπο ζωής; Τι φοβήθηκες; Αφού ήμουν εγώ εκεί».

Τον κοίταξα καθώς τύλιγα το μπουρνούζι γύρω μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να του αστράψω δύο χαστούκια. Δεν ξέρω αν αυτά τα παιχνίδια παίζονται έτσι. Ούτε με ενδιέφερε ποιος κάνει και τι. Ήξερα μόνο ότι είχα πανικοβληθεί και αυτό δεν μπορούσα να του το συγχωρήσω.

«Δηλαδή θέλεις να μου πεις ότι το βρίσκεις πολύ φυσιολογικό να βλέπεις την σύντροφό σου να πηδιέται με κάποιον ή κάποιους άλλους;» τον ρώτησα εξαγριωμένη.

Ο Αντώνης είχε παραγγείλει ένα ακόμα μπουκάλι ουίσκι να μας φέρουν στο δωμάτιο.

«Αφού δεν καταφέραμε να το ευχαριστηθούμε εκεί, ας το ευχαριστηθούμε εδώ» είπε, ενώ εγώ ακόμα έβραζα.

«Απάντησέ μου σε παρακαλώ» είπα έντονα.
Γέμισε τα ποτήρια με πάγο και ουίσκι και είπε, «ανάμεσα σε ένα ζευγάρι δεν μπορεί να μπει κανένας τρίτος».
«Και αυτοί που ήθελες να μου κουβαλήσεις τι ήταν;» ρώτησα εξοργισμένη.
«Ανθρώπινοι δονητές» είπε ψυχρά, χωρίς ίχνος συναισθήματος στη φωνή του. «Δεν έχουν όνομα, δεν έχουν αύριο, δεν υπάρχει συναίσθημα, είναι εκεί μόνο στιγμιαία για να σου προσφέρουν και να τους προσφέρεις χαρά. Κατάλαβες;»

Όχι δεν είχα καταλάβει και δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι ήθελα να καταλάβω. Μια απορία είχα. «Τώρα τι κάνουμε;»

Πτήση 1533 – Κεφ. 9

Οι ημέρες περνούσαν με τις σκέψεις να γυρίζουν μέσα στο κεφάλι μου. Καταλάβαινα ότι έπρεπε να πάρω αποφάσεις. Ήθελα όμως; Αυτό ήταν ένα καλό ερώτημα. Αν κουβεντιάζαμε, θα λέγαμε αλήθειες. Αυτό το ήξερα. Κανένας από τους δύο δεν θα κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό του. Θα φανερώναμε τα «θέλω» μας. Τι θα γινόταν όμως αμέσως μετά; Ποιο θα ήταν το παρακάτω βήμα; Γιατί θα υπήρχε αυτό το «παρακάτω». Πως θα διαχειριζόμουν τις αλήθειες που θα έπεφταν βροχή; Ήξερα ότι δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω σε αυτά που ο Αντώνης χρειαζόταν για να είναι γεμάτος, για να είναι ευτυχισμένος. Πόσο όμως τα ήθελε; Πόσο σημαντικά ήταν γι’ αυτόν; Και ποιος κρίνει το σημαντικό ή όχι; Ποιος έπρεπε να βάλει νερό στο κρασί του και πόσο είναι αυτό το νερό τελικά; Υποχωρήσεις. Ναι, αλλά μέχρι ποιού σημείου; Κι εγώ; Εγώ τι ήθελα;

Γύριζα από το γραφείο. Ήμουν πολύ κουρασμένη και η ώρα ήταν περασμένη. Αυτά τα συμβούλια που κράταγαν μέχρι αργά τη νύχτα, είχαν χάσει το νόημά τους. Ένοιωθα το σώμα μου πιασμένο και το κεφάλι μου βαρύ. Η διαδρομή μέχρι το σπίτι, έμοιαζε ατελείωτη. Ήταν κι εκείνη η βροχή που είχε ακινητοποιήσει τα πάντα …

Άκουγα μουσική μέσα στο αυτοκίνητο όταν χτύπησε το κινητό. Ήταν η μητέρα μου. Πως αυτή η γυναίκα με καλούσε πάντα τις ώρες που δεν έπρεπε, αυτό ήταν και θα έμενε ανεξήγητο.
«Που είσαι κούκλα μου;» ρώτησε προσπαθώντας να κάνει τον τόνο της φωνής της να ακούγεται ήρεμος. Κατάλαβα αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Ο πατέρας σου τράκαρε και έχει χτυπήσει μάλλον ο άλλος οδηγός» είπε με αρκετή δόση ψυχραιμίας στη φωνή της.
Μου ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι. Κοίταξα την ατελείωτη ουρά των ακινητοποιημένων από τη βροχή αυτοκινήτων. Τις χοντρές σταγόνες που έπεφταν πάνω στο τζάμι, εμένα που βρισκόμουν στη μεσαία λωρίδα και έπρεπε να βρω τρόπο να διακτινιστώ στην άλλη άκρη της Αθήνας.

Άρχισα να κορνάρω, είχα ανάψει τα alarm και προσπαθούσα να αλλάξω λωρίδα στο αυτοκίνητο για να κόψω μέσα από τα στενά. Πρέπει να με φασκέλωσαν εκείνη την ημέρα οι οδηγοί, όχι μόνο με τα χέρια αλλά και με τις πατούσες.

Μισή ώρα αργότερα είχα φτάσει στο σημείο του ατυχήματος. Είδα το ασθενοφόρο να μαζεύει έναν νεαρό από το δρόμο. Ο πατέρας μου καθισμένος στο πεζοδρόμιο σαν χαμένος, με τα κεφάλι ανάμεσα στα χέρια, την τραγιάσκα δίπλα του και τα γυαλιά του να στραβοκάθονται στη κορυφή της μύτης του και να μονολογεί μέσα στην απόγνωσή του, «δεν έχω τρακάρει ποτέ στη ζωή μου».

Δεν ήξερα σε ποιόν να τρέξω πρώτα. Στον νεαρό που δεν τον ήξερα ή στον πατέρα μου; Πλησίασα το ασθενοφόρο. «Σε ποιο νοσοκομείο τον πηγαίνετε; Έχει κάτι σοβαρό; Πως σε λένε παιδί μου; Οι γονείς σου;»

Ο νεαρός δεν είχε κάτι σοβαρό, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν εκείνη την ώρα. Πήρα τις πληροφορίες που χρειαζόμουν και πήγα στον πατέρα μου. Το αυτοκίνητο το βρήκα σφηνωμένο ανάμεσα σε κολώνα της ΔΕΗ και ένα δέντρο. Δεν είχε μείνει τίποτα. Είχε παραβιάσει STOP. Έφταιγε. Το άλλο αυτοκίνητο, σαραβαλάκι εποχής, έμοιαζε να έχει τρακάρει με κομήτη. Παραπεταμένο σε μια άκρη με τις πόρτες ορθάνοιχτες. Κόσμος μαζεμένος. Άλλοι για να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους και άλλοι για να βοηθήσουν. Γερανοί για να σηκώσουν τα αυτοκίνητα, οδική βοήθεια, ασθενοφόρο, τροχαία και ο πατέρας μου στο κράσπεδο, λίγο πριν βάλει τα κλάματα υποθέτω και να απολογείται παραμιλώντας κάθε τόσο «δεν έχω τρακάρει ποτέ» . Ο κόσμος, μου φώναζε, «σαν δεν ντρέπεσαι να αφήνεις το γέρο να οδηγεί». Ένας πέρασε και με έφτυσε και η βροχή, έπεφτε ασταμάτητα, λες για να με ξεπλύνει.

Πήρα τον πατέρα μου και τον πήγα στο σπίτι του. Η μάνα, μας περίμενε στην πόρτα. Βεβαιωθήκαμε ότι ο πατέρας δεν πόναγε πουθενά και τον άφησα στην φροντίδα της μητέρας μου. Όπως ήμουν βρεγμένη πήγα κατευθείαν στον νοσοκομείο. Βρήκα τον νεαρό και τον πήρα ασυναίσθητα μια αγκαλιά. «Μην ανησυχείς όλα θα πάνε καλά» ψέλλισα. «Βαγγέλη σε λένε; σωστά;» ρώτησα και πάγωσα από το βλέμμα του. Με κοίταγε με μίσος, μάλλον.
«Είχα πεταχτεί μέχρι το περίπτερο, δύο τετράγωνα από το σπίτι» είπε. «Το αυτοκίνητό μου, καταστράφηκε».

Κατέβασα τα μάτια. Κούνησα το κεφάλι καταφατικά. Είδα τους φίλους του κοντά του. Όλοι μαζί έμοιαζαν σαν στρατιά εναντίον μου.
«Οι γονείς σου;» ρώτησα.
«Έρχονται από το Μεσολόγγι» πήρε το λόγο και απάντησε, με ύφος επιθετικό, μια κοπέλα που στεκόταν δίπλα του.
«Θα καθίσω μαζί σας μέχρι να έρθουν οι δικοί του» απάντησα και πήγα λίγο παράμερα. «Το ξέρω ότι δεν με θέλετε εδώ αλλά μπορεί κάτι να χρειαστείτε» είπα. Νέα παιδιά ήταν, την τύφλα τους δεν ξέρανε.

Οι ώρες πέρναγαν βασανιστικά αργά. Τα βρεγμένα ρούχα και τα μαλλιά μου, είχαν κολλήσει επάνω μου. Εμφανίστηκε ένας γιατρός. Πετάχτηκα επάνω. «Τον Βαγγέλη θα τον κρατήσουμε για λίγες ημέρες για να βεβαιωθούμε ότι όλα είναι εντάξει» είπε.
«Λίγες ημέρες;» αναφώνησα τρομαγμένη.
«Μπορείτε να φύγετε;» είπε ο Βαγγέλης οργισμένος. «Μέχρι το περίπτερο πετάχτηκα και κοιτάξτε που βρίσκομαι εξ αιτίας του πατέρα σας» συνέχισε σε υψηλό τόνο. Μια νοσοκόμα με πλησίασε. «Πρέπει να φύγετε» είπε χωρίς να σηκώνει δεύτερη κουβέντα.

Μάζεψα όση αξιοπρέπεια μου είχε μείνει και άφησα την επαγγελματική μου κάρτα στον Βαγγέλη. «Μπορεί να μας χρειαστεί κάτι ο δικηγόρος ή η ασφαλιστική εταιρία» είπα. «Περαστικά εύχομαι» συμπλήρωσα και χωρίς να περιμένω απάντηση έφυγα ξεγλιστρώντας σαν την γάτα.

Έφτασα στο σπίτι μου κατάκοπη, μουδιασμένη και παγωμένη. Μπήκα κατευθείαν στην μπανιέρα. Τουρτούριζα. Έριξα επάνω μου όσο πιο πολύ καυτό νερό μπορούσα. Να ξεπλύνω τα συναισθήματα και να ζεστάνω το κορμί. Τι ήταν πάλι κι αυτό που έζησα σήμερα. Αναλογίστηκα τα γεγονότα. Ο πατέρας δεν έπρεπε να οδηγεί αλλά ήταν αδύνατον να το πείσουμε γι’ αυτό και το χειρότερο; Ήταν νόμιμος οδηγός περασμένης ηλικίας. Σκέφτηκα τον Βαγγέλη, ένα παλικάρι σαν τα κρύα νερά, πως την γλύτωσε; ακόμα και τώρα δεν ήξερα. Τα αυτοκίνητα; Πατσαβουριασμένες λαμαρίνες, αυτή είναι η σωστή απάντηση. Κοίτα όμως οι λαμαρίνες σε τι διαδικασίες σε βάζουν.

Στέγνωσα τα μαλλιά μου και ξάπλωσα. Πήρα μια βαθειά ανάσα και το μυαλό μου πέταξε στον Αντώνη. «Τι να κάνει;» αναρωτήθηκα. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο αλλά ούτε τι του είπα δεν θυμόμουν. Ανακάθισα στο κρεβάτι και άναψα το φως στο κομοδίνο. Ο πατέρας μου τώρα ήταν με την μητέρα μου. Ο Βαγγέλης, προληπτικά στο νοσοκομείο με όλους τους φίλους του τριγύρω και με την κοπέλα του να μην ξεκολλάει από δίπλα του κι εγώ … μόνη μου.

Βούρκωσα, μόλις με είχε πιάσει το παράπονο και αυτή η υγρασία που ένοιωθα στα μάτια μαζί με την ένταση της ημέρας και την αγωνία έγιναν αναφιλητό. Ίσως έφταιγαν τα γεγονότα, όμως η πραγματικότητα ήταν ότι ήμουν μόνη. Ξανά. Να αντιμετωπίσω αυτό που συμβαίνει αλλά κι αυτό που έρχεται. Μόνη. Μήπως έπρεπε να το παραδεχτώ πια; Δεν ήθελα να είμαι μόνη, ήθελα το ταίρι μου, δίπλα μου, στην αγκαλιά μου.

Ξημέρωσε η επόμενη ημέρα, η μεθεπόμενη και τα γεγονότα έτρεχαν. Η μητέρα του Βαγγέλη ήρθε από το Μεσολόγγι και όπως ήταν η γυναίκα τρελαμένη με πήρε τηλέφωνο.
«Θα τον σκοτώσω το κωλόγερο» ούρλιαζε από την άλλη άκρη της γραμμής «δεν φταίει αυτός, εσύ φταις μωρή που δεν του έχεις πάρει το δίπλωμα, έρχομαι εκεί να σας σφάξω όλους. Το παιδί μου, τι κάνατε στο παιδί μου;» φώναζε κι έκλαιγε. Μια μάνα ταλαιπωρημένη που είχε τρομάξει για το παιδί της. Ο Βαγγέλης ήταν καλά. Είχε αποκομίσει από την «συνάντηση» με τον πατέρα μου, εκδορές, μώλωπες, μια λαχτάρα στο τσεπάκι του και μια μπάλα λαμαρίνες που κάποτε την έλεγες αυτοκίνητο . Μέχρι να μάθω όμως ότι δεν κινδύνευε, η καρδιά μου, νόμιζα ότι θα σταματήσει να χτυπάει. Η μητέρα του όμως δεν είχε την ψυχραιμία που χρειαζόταν. Καλώς ή κακώς με έβρισε, με απείλησε αλλά τελικά τίποτα δεν έκανε απ’ όλα αυτά για καλή μας τύχη.

Οι ημέρες ξεδίπλωναν την ένταση τους και είχα αυτή την επιθυμία όταν γύριζα το βράδυ στο σπίτι, να τα μοιραστώ με τον δικό μου άνθρωπο. Να χωθώ στην αγκαλιά του. Να αφεθώ και να με κανακέψει. Να με παρηγορήσει και να μου πει «μην σε νοιάζει, θα περάσει κι αυτό, μαζί θα το περάσουμε». Ποιος ήταν όμως ο δικός μου άνθρωπος που θα έκανε αυτά για εμένα; Ο Αντώνης;

Το τρακάρισμα του πατέρα μου ήταν σαν να ήρθε και να κουκούλωσε τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών. Οι ανθρώπινοι δονητές ξεχάστηκαν. Μπορεί πάλι και όχι, μπορεί απλώς να κρύφτηκαν σε μια άκρη του μυαλού γιατί έτσι με βόλευε.

Έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν είχα παράπονο. Ο Αντώνης επικοινωνούσε μαζί μου καθημερινά. Με νοιαζόταν, ήθελε να με ακούσει. Το καταλάβαινα από τον τόνο στη φωνή του. Ήταν ξεκάθαρο αυτό. Δεν μπορούσα να έχω και παραπάνω απαιτήσεις. Μην γινόμουν και παράλογη, στην άλλη άκρη της Ευρώπης ζούσε, 2.957 χλμ από εμένα. Δηλαδή τι ακριβώς ήθελα;

Τι ακριβώς ήθελα; Να πάρει το αεροπλάνο και να έρθει. Για ένα Σαββατοκύριακό, για ένα βράδυ, για μια αγκαλιά, για ένα «μην στενοχωριέσαι». Το θέμα δεν ήταν οικονομικό και το ήξερα.

Ο Αντώνης όμως δεν το έκανε, δεν το πρότεινε κι εγώ δεν το ζήτησα και το χειρότερο δεν ήταν ότι δεν το ζήτησα, το χειρότερο ήταν ότι δεν τόλμησα να το ζητήσω. Όχι από τον Αντώνη αλλά από τον εαυτό μου. Ντροπή.

Η ζωή στην Αθήνα άρχισε πάλι να με πνίγει. Τα γεγονότα, ο πατέρας, οι γκρίνιες, το τρέξιμο. Όλα μου έφταιγαν.

«Γιατί δεν έρχεσαι;» πρότεινε ο Αντώνης και πέταξα τη σκούφια μου για να πάω. Να μπω πάλι μέσα στο αεροπλάνο, να ακούσω την φωνή του κυβερνήτη να λέει ότι σε λίγο προσγειωνόμαστε στο CDG, οι αεροσυνοδοί, τα αεροδρόμια, η βαλίτσα, τα ρούχα, τα μαλλιά. Να αγοράσω καινούργια καλλυντικά και εκείνο το άρωμα που είχα βάλει στο μάτι. Έλα ντε, γιατί δεν πήγαινα;

Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Σαν να κούνησαν μπροστά στα μάτια ενός παιδιού το μεγαλύτερο παγωτό στο κόσμο. Γύρισα στο σπίτι μου φουριόζα το βράδυ μετά το γραφείο και άνοιξα τον υπολογιστή σχεδόν χωρίς να βγάλω το παλτό μου.

Έκλεισα τα εισιτήρια για λίγες ημέρες μετά. Ειδοποίησα τον Αντώνη και ο ενθουσιασμός του ενός χόρευε με τον ενθουσιασμό του άλλου. Γέλαγα, γέλαγε και τα γέλια μας έφταναν σαν γάργαρο νερό στα αυτιά μου.

«Σε περιμένω» μου είχε πει ο Αντώνης και αυτές οι δυο λέξεις με είχαν κάνει την πιο ευτυχισμένη γυναίκα στη γη.

Είχα πάρει τη Βάσω και αλωνίζαμε τα μαγαζιά. Δεν ήταν τα ρούχα, τα αρώματα και τα κοσμήματα το θέμα. Ούτε οι κάλτσες και οι ζαρτιέρες. Ήταν αυτή η όμορφη προσμονή που από μόνη της, ήταν ένα τεράστιο δώρο. Μπαινοβγαίναμε στα μαγαζιά και καταλήγαμε πάντα στο γνωστό μας καφέ για μια μπαγκέτα με ψητά λαχανικά και κατσικίσιο τυρί και ένα ποτήρι λευκό κρασί. Η ιεροτελεστία της χαράς και η απληστία της ζωής.

Η Βάσω είχε ανοίξει την μπαγκέτα της και αφαιρούσε από μέσα τα λαχανικά. «Δεν σε καταλαβαίνω, γιατί δεν την παραγγέλνεις κάτι άλλο» ρωτούσα σχεδόν κάθε φορά για να πάρω πάντα την ίδια απάντηση «για το άρωμα, μου αρέσει το άρωμα αλλά όχι η γεύση» έλεγε γελώντας και συνέχιζε το γνωστό παιχνίδι της. Ο ήχος του κινητού ακούστηκε από τον πάτο της τσάντας. Χτύπαγε ασταμάτητα.

«Έλα σπίτι σε παρακαλώ, ο πατέρας σου δεν είναι καλά» είπε η ταραγμένη φωνή της μητέρας μου.

Μπήκαμε στο νοσοκομείο το ίδιο βράδυ. Τα πράγματα δεν ήταν καλά αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς συνέβαινε. Για άλλο μπήκαμε και άλλο βρήκαμε κι εγώ το μόνο που ήθελα ήταν οι άνθρωποι που αγαπούσα να είναι καλά, οι καταστάσεις στη ζωή μου να μείνουν αμετακίνητες κι εγώ να πάρω το αεροπλάνο και να πετάξω μακριά. Έστω για ένα Σαββατοκύριακο, για να νοιώσω πάλι ότι είμαι ζωντανή. Η ζωή όμως φαίνεται ότι είχε άλλα σχέδια για εμένα.

Η μέση του πατέρα τον βασάνιζε πάρα πολύ. Είχε ακινητοποιηθεί από τους πόνους. Βρεθήκαμε στα επείγοντα και από εκεί στο δωμάτιο. Η μέση δεν είχε τίποτα. Ήταν αποτέλεσμα από το τράνταγμα που είχε υποστεί κατά το τρακάρισμα. Θα περνούσε με φάρμακα και υπομονή. Η ακτινογραφία όμως στο θώρακα έδειξε ανεύρυσμα στην καρδιακή χώρα. Ούτε καταλάβαινα τι γινόταν, τι σήμαινε, τι μας περίμενε. Μια ζαλάδα θυμάμαι μόνο και φιγούρες σοβαρές με λευκές μπλούζες να μου μιλάνε.

Την επόμενη ημέρα ο γιατρός μας φώναξε στο γραφείο του. Τα πράγματα ήταν περισσότερο σοβαρά απ’ ότι μπορούσαμε να φανταστούμε. Θα έπρεπε να γίνει ένα πολύ μεγάλο χειρουργείο, με διαφορετικών ειδικοτήτων χειρουργούς. Ήταν το ιατρικό ιστορικό του πατέρα μου δύσκολο. Όχι, το χειρουργείο δεν θα γινόταν εκείνες τις ημέρες. Έπρεπε να περιμένουμε. Να βρεθούν τα υλικά αλλά και οι κατάλληλοι γιατροί που θα αναλάμβαναν μια τέτοια περίπτωση και αν την αναλάμβαναν. Το κόστος; «Πως είναι δυνατόν να μιλάμε για κόστος μπροστά σε μια ανθρώπινη ζωή, όσα χρειαστεί θα τα δώσετε» είπε ο γιατρός και η γη χάθηκε κάτω από τα πόδια μου. «Για την ώρα πάρτε τον από εδώ και θα σας ειδοποιήσουμε» συνέχισε. Τι θα έλεγα στους γονείς μου; Τι πάει να πει «όσα θα χρειαστεί θα δώσετε;»

Φύγαμε από το νοσοκομείο λίγες ημέρες μετά. Ο Αντώνης διακριτικά στεκόταν στο «πλάι» μου. Ποιο πλάι μου δηλαδή, στεκόταν στην άκρη της άλλης γραμμής.

«Νομίζω ότι πρέπει να ακυρώσεις το ταξίδι. Τα πράγματα μοιάζουν πολύ σοβαρά και δεν ξέρω αν θα μπορέσεις να το αντέξεις όλο αυτό. Αν συμβεί κάτι όσο είσαι εδώ, το σκέφτηκες; Φυσικά να ξέρεις ότι θέλω να έρθεις όσο δεν φαντάζεσαι και αν αποφασίσεις να έρθεις, θα κάνω τα πάντα για να περάσεις καλά και να ξεχάσεις ό,τι σε βασανίζει. Αντέχεις όμως;» είπε και περίμενε την απάντησή μου. Είχε δίκιο. Δεν άντεχα αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.

Χρειαζόμουν και λίγο περισσότερο ενθάρρυνση. Να με παρασύρει κοντά του. Έτσι κι αλλιώς εδώ δεν θα έκανα τίποτα απολύτως. Ήταν σαν να περιμέναμε όλοι μαζί τον θάνατο να μας λυτρώσει.

Ακύρωσα τα εισιτήρια την επόμενη ημέρα το πρωί. Τι να έλεγα και στη μάνα μου που τα είχε χαμένα. Στον πατέρα δεν είπαμε τίποτα. «Μέση είναι θα περάσει» του λέγαμε και κάναμε σαν να μην τρέχει τίποτα. Περιμέναμε τα πορίσματα των γιατρών και ο εγωιστικός μου εαυτός ένοιωθε ότι η ζωή μου ξαφνικά μίκραινε την ώρα που λαχταρούσα να ζήσω και ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα να μεγαλώνω απότομα αλλά και ότι κάποιος μου στερεί το δικαίωμα στη χαρά. Εγωισμός ή αλήθεια;

Λίγες ημέρες αργότερα, έφτασε η Παρασκευή. Στις 15:10 ώρα Ελλάδος, η πτήση με αριθμό 1533 της Air France θα ξεκινούσε από το Αεροδρόμιο των Αθηνών με κατεύθυνση προς Παρίσι. Σε αυτή την πτήση δεν θα ήμουν μέσα. Σε αυτή την πτήση δεν θα ήμουν μέσα … Πόσες φορές είχε κολλήσει το μυαλό μου σε αυτή ακριβώς τη φράση. Κοίταξα τον ουρανό και άφησα να δάκρυα να πλημμυρίσουν ελεύθερα τα μάτια μου. Η φωνή δεν έβγαινε, είχε σπάσει από το παράπονο.

Πήρα τον Αντώνη τηλέφωνο. Ήταν η πρώτη φορά που με άκουσε έτσι.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχος.
«Τώρα επιβιβάζονται στην πτήση για το Παρίσι. Σε τρεισήμισι ώρες θα ήμουν εκεί» είπα και άφησα όλα τα συναισθήματα να με καταβάλουν.

Ο Αντώνης προσπάθησε να με ηρεμίσει αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν κατάφερε όμως και να έρθει στην Αθήνα γιατί δεν το προσπάθησε. Τότε, δεν το σκεφτόμουν. Το μόνο που χρειαζόταν η ψυχή μου για να νοιώσει ζωντανή, ήταν να δω ξανά την Αψίδα του Θριάμβου το βράδυ, να πιω καφέ στο Les Deux Magots και να κυκλοφορήσω άλλη μια φορά με το φουστάνι στο χέρι γυμνή. «Άλλη μια φορά» σκέφτηκα με λαχτάρα και άφησα τα δάκρυα να τρέξουν ποτάμι.

Η Επιστροφή – Κεφ. 10

Μόλις είχα κλείσει το τηλέφωνο. Ήμουν χαρούμενη. Χαρούμενος ήταν και ο Αντώνης. Επιτέλους θα τον έβλεπα. Γέμισα το φλιτζάνι με καφέ και χάζευα έξω από το παράθυρο τα πουλιά που πέταγαν μακριά. Κουλουριάστηκα στον καναπέ σαν γάτα που λιάζεται στον χειμωνιάτικο ήλιο.

Πόσα χρόνια είχαν περάσει; Τα μέτρησα και σαν πολλά μου φάνηκαν. Δεκατρία ολόκληρα χρόνια, από την πρώτη φορά που συνάντησα ξανά τον Αντώνη. Ποιος το φανταζόταν ότι θα περνάγαμε μέσα από τόσες ανατροπές;

Άφησα το μυαλό μου ελεύθερο να κάνεις τις βόλτες του στο μονοπάτι των αναμνήσεων.

Κοίταξα το ρολόι, είχα πολύ χρόνο μπροστά μου και άφησα το μυαλό μου να πετάξει ελεύθερο.

Ο πατέρας αρρώστησε και πέθανε πέντε χρόνια μετά από το ταξίδι εκείνο, που είχα ακυρώσει. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, η ζωή μου είχε ξεφύγει από τα χέρια μου και μαζί με τη μπερδεμένη μου ζωή, δεν ήξερα που είχα βάλει τις επιθυμίες μου. Ποιες ήταν πραγματικές και ποιες ήταν των άλλων. Ποιες ήταν δικές μου και ποιες ήταν αποτέλεσμα της πίεσης που ένοιωθα καθημερινά να με συνθλίβει;

Στο Παρίσι συνέχισα να πηγαίνω τα χρόνια που ο πατέρας έδινε τη δική του άνιση μάχη. Μόνο, που από τα ταξίδια αυτά έλειπε η χαρά. Ήταν σαν απόδραση από την προσωπική μου φυλακή. Στη βαλίτσα, πέρα από τα χρώματα, τα αρώματα και τα φρου-φρου, υπήρχε κρυμμένος και ο φόβος της απώλειας. Οι ημέρες που καθόμουν μαζί με τον Αντώνη ήταν ένα Σαββατοκύριακο τη φορά. Τι να σου κάνει ένα Σαββατοκύριακο; Ποιες τρύπες να προλάβει να μπαλώσει;  Της συντροφικότητας, της χαράς, του ζευγαρώματος, της ξεγνοιασιάς, του φόβου ή της καθημερινότητας; Τα όνειρα, οι στόχοι και οι φιλοδοξίες είχαν πετάξει μακριά.

Πήγαινα στον Αντώνη με ψυχή βαριά σαν το μολύβι. Τα προβλήματά δεν ήθελα να τα μοιράζομαι γιατί είχα φτάσει να νοιώθω, ότι είχα ένα κεφάλι γεμιστό με προβλήματα.  Ήθελα να είμαι η χαρούμενη πλευρά της ζωής του. Ήθελα να είναι η ξεγνοιασιά μου. Έτσι κατάπινα τις λέξεις και κρυβόμουν πίσω από ένα παγωμένο χαμόγελο. Καταλάβαινα ότι τον απομάκρυνα σιγά-σιγά από κοντά μου. Αυτό ήταν το δικό μου μερίδιο ευθύνης. Από την άλλη, ο Αντώνης δεν έκανε τίποτα για να γεφυρώσει αυτό το χάσμα που καθημερινά μεγάλωνε και μας απομάκρυνε.

Η δουλειά του πήγαινε κάθε ημέρα όλο και καλύτερα. Η πολυεθνική που εργαζόταν  είχε γραφεία σε όλο τον κόσμο. Με την τελευταία προαγωγή που είχε πάρει, αναγκαζόταν να ταξιδεύει όλο και περισσότερο. Από  Νέα Υόρκη μέχρι Τόκυο,  και με όλους τους ενδιάμεσους ευρωπαϊκούς σταθμούς, ήταν μερικά από τα μέρη που ταξίδευε κάθε μήνα.

«Την επόμενη φορά που θα πάω Νέα Υόρκη θα έρθεις μαζί», μου είχε πει. Ποτέ δεν τα κατάφερα.

Έμενα πίσω να μπαινοβγαίνω στα νοσοκομεία, περιμένοντας θεραπείες που δεν μπόρεσαν να εφαρμοστούν ποτέ. Έβλεπα τον πατέρα να βαδίζει προς την διαδρομή του τέλους και μαζί με αυτόν ένοιωθα ότι έσβηνα κι εγώ.  Παρακαλούσα να τελειώσει αυτό το μαρτύριο για όλους μας αλλά η κάθε μια κατάσταση χρειάζεται το δικό της χρόνο και ο χρόνος δεν μετριέται πάντα με τους δικούς μας λεπτοδείκτες.

Οι φορές που ήρθε ο Αντώνης στην Αθήνα θα πρέπει να μετριούνται στα δάχτυλα.  Είχα πάψει πια να είμαι ένας ξέγνοιαστος άνθρωπος, παρόλο που έκανα φιλότιμες προσπάθειες για το αντίθετο. Οι ημέρες όπως περνούσαν, βάραιναν  την ψυχή μου. Όσο η ψυχή βάραινε άλλο τόσο το κορμί αδυνάτιζε. Είχα φτάσει και είχα γίνει η σκιά του εαυτού μου.

Σε ένα ξαφνικό και γρήγορο ταξίδι μου στο Παρίσι, μόλις το Αντώνης με αντίκρισε, τα έχασε από την αδυναμία μου. Εγώ πάλι, μην έχοντας συναίσθηση της κατάστασής , ένοιωθα υπέροχα μέσα στο καινούργιο μου μινιόν κορμί και ανάλαφρη. Θυμάμαι το βλέμμα του που είχε καρφωθεί επάνω μου και ήταν γεμάτο απορία.

«Πόσο πολύ αδυνάτισες» είχε πει.  Τώρα πια όλα τα ρούχα ήταν σε μικρό μέγεθος. Κάθε φορά που κάποιος μου έλεγε «έλα, φάε λίγο, δεν έχεις ανάγκη εσύ» η χαρά μου ήταν απερίγραπτη.  Υπήρχαν ημέρες που ξέχναγα να φάω. Το φαγητό και το μαγείρεμα είχε μετατραπεί σε αγγαρεία. Ευτυχώς που ορισμένες φορές με έπιανε ζαλάδα και θυμόμουν ότι έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Για τους άλλους και όχι για εμένα. Στη ζυγαριά ανέβαινα καθημερινά και κάθε φορά που με έδειχνε λίγο πιο αδύνατη, τόσο πιο χαρούμενη γινόμουν. Ήταν λες και η μάχη με τα ανύπαρκτα κιλά μου είχε γίνει στόχος ζωής. Το «πρόσεχε, μην αδυνατίσεις άλλο» που μου έλεγαν οι δικοί μου άνθρωποι, ηχούσε στα αυτιά μου ως «κούκλα είσαι» και πίστευα ότι καταβάθος με ζήλευαν.

Τότε είχα αρχίσει να πίνω και περισσότερο από το κανονικό. Στα κρυφά. Όταν τελείωνα από τις υποχρεώσεις της ημέρας και έπεφτε η νύχτα με εκείνη την ατελείωτη σιωπή, ήθελα ένα ποτήρι κρασί ή ένα ουίσκι και ένα πακέτο με τσιγάρα. Κάπνιζα πολύ και το βράδυ έπινα όσο αλκοόλ χρειαζόμουν για να νυστάξω και να ξεχάσω τις αγωνίες μου.

Όταν ήμουν με τον Αντώνη ή με κόσμο πρόσεχα. Δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα αν και ορισμένες φορές ο έλεγχος είχε ξεφύγει από τα χέρια μου. Τότε τρόμαζα. Στιγμιαία όμως.

Ήξερα ότι χρειαζόμουν βοήθεια. Ένοιωθα όμως ότι δεν υπήρχε χρόνος για εμένα. Μαζί με τον πατέρα άρχισε και η μητέρα με τα δικά της προβλήματα και δεν προλάβαινα να πάρω ανάσα.

Η εταιρία που εργαζόμουν είχε αρχίσει τις μειώσεις προσωπικού. Η απόλυση κουνιόταν πάνω από το κεφάλι μου σαν μεγάλη βεντάλια. Με είχαν προειδοποιήσει μέχρι που για καλή μου τύχη άλλαξε ολόκληρη η διοίκηση και με άφησαν στην ησυχία μου. Κακά τα ψέματα όμως, η απόδοσή μου δεν ήταν η ίδια.

Καμιά φορά, όταν το παράπονο της μοναξιάς με έπιανε, αναρωτιόμουν τι έκανα με τον Αντώνη; Είχαμε σχέση ή δεν είχαμε; Το χρονικό διάστημα μεταξύ των συνευρέσεών μας όλο και μεγάλωνε. Το πώς περνούσα εγώ το χρόνο μου το ήξερα. Ο Αντώνης όμως τι έκανε μόνος του;  Ανάμεσα στα ταξίδια και στην καθημερινότητά του, τις ελλείψεις του πως τις κάλυπτε; Δεν χρειαζόταν δα να είμαι σοφή κουκουβάγια για να καταλάβω. Όλο και κάποιο μεζέ ξέκλεβε δεξιά και αριστερά. Δεν τον ρώτησα, δεν μου το ομολόγησε. Γιατί κράταγα όμως αυτή την υποτιθέμενη πλέον σχέση αφού κανείς από τους δύο μας δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να καλύψει τις ανάγκες του άλλου; Η απάντηση ήταν μία. Παραμύθιαζα τον εαυτό μου ότι είχα ακόμα δικαίωμα στο όνειρο και ξέφευγα από την πραγματικότητα.

Πλέον είχαμε φτάσει σε ένα σημείο που η επικοινωνία γινόταν ως επί το πλείστον μέσω Skype. Πόσα να πεις και πόσα να κάνεις;

Ο πατέρας πέθανε μήνα Αύγουστο. Ο Αντώνης, την εποχή εκείνη ήταν στην Ελλάδα σε κάποιο νησί του Αιγαίου μαζί με τα παιδιά του. Ήταν ο καθιερωμένος μήνας των κοινών διακοπών τους μετά το διαζύγιό. Δεν ήθελα να τους ενοχλώ. Άφηνα τον Αντώνη να επικοινωνεί μαζί μου όποτε εκείνος έκρινε. Δεν ξέρω αν έκανα σωστά ή λάθος. Ξέρω ότι έτσι ένοιωθα. Ήθελα να υπάρχει απόλυτη ελευθερία για να είμαι σίγουρη ότι κάθε επικοινωνία αλλά και κάθε συνεύρεση ήταν γιατί το θέλαμε και οι δύο.

Οι ημέρες, όσο κοντοζυγώναμε στον μήνα Αύγουστο όλο και δυσκόλευαν. Κρυφά μέσα μου ήθελα ο Αντώνης να είναι πιο κοντά μου αλλά δεν ήταν κι εγώ δεν το ζητούσα. Όταν ο πατέρας «έφυγε», εκείνο το πρωί, η φίλη μου η Ελένη που έμενε μόνιμα στις Βρυξέλλες, έτυχε και ήταν μαζί μου. Μέσα στην παραζάλη των διαδικαστικών της είπα «μην τυχόν και πάρεις τον Αντώνη τηλέφωνο» δεν μου απάντησε. Λίγη ώρα μετά ο Αντώνης επικοινώνησε μαζί μου. Ήξερε, είχε μάθει από την Ελένη και ο τόνος της φωνής του ήταν λίγο ένοχος. Είχε ημέρες πολλές να μου τηλεφωνήσει. Δεν είχα διάθεση να εξηγήσω στον Αντώνη τι ένοιωθα. Η συζήτηση είχε επικεντρωθεί στο γεγονός. Θυμάμαι ότι οι κινήσεις μου και οι λέξεις μου ήταν αυτοματοποιημένες και ψύχραιμες. Πάλι δεν είχα χρόνο για τον εαυτό μου. Έπρεπε να φροντίσω τη μητέρα . Για εμένα και για τα συναισθήματά μου ούτε λόγος.

Την κατσάδα την άκουσε η Ελένη. Με είχε κάνει έξαλλη που είχε ενημερώσει τον Αντώνη. «Θέλω να καταλάβεις ότι όποιος ενδιαφέρεται δεν χρειάζεται να έχει υποβολέα» της φώναζα. Η Ελένη όμως είχε άλλη άποψη και σημασία καμία δεν μου έδωσε.

Κύλησε ο πρώτος καιρός και βρέθηκα ξανά στο Παρίσι. Τίποτα δεν ήταν όμως πλέον ίδιο, ούτε καν η αίσθηση του ταξιδιού. Δεν ξέρω γιατί πήγα. Φαντάζομαι γιατί πάλι ήθελα να ξεφύγω από την πραγματικότητα. Το Παρίσι, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες έχει μια υπέροχη λάμψη.

Γυρίσαμε πάλι σε όλα τα αγαπημένα μας μέρη. Στο  Café des Anges πηγαίναμε καθημερινά.  Τα βράδια τρώγαμε ή στο The Beef Club που ήταν το αγαπημένο του Αντώνη ή στο Grazie  που ήταν το  Ιταλικό εστιατόριο που προτιμούσα.

Το σεξ ήταν πάντα έντονο και δυνατό. Αυτό που πια έλειπε, ήταν η δύναμη της μαγείας. Στο Παρίσι ανακάλυψα ότι η μαγεία είχε εξαφανιστεί μέσα στην ταλαιπωρίας της καθημερινότητας.  Η σαπουνόφουσκα που μέχρι τότε ήθελα να είμαι κλεισμένη, μόλις είχε σπάσει.

Στην πτήση της επιστροφής, ήξερα ότι αυτή η κατάσταση, θα κρατούσε μέχρι ένας από τους δύο μας να έπαιρνε την απόφαση να την τελειώσει ή να της δώσει μια άλλη μορφή. Ή να βρεθεί ένας άλλος σύντροφος. Αυτό που μοιραστήκαμε με τον Αντώνη, ζούσε πλέον στο παρελθόν.

Ο αποχαιρετισμός μας δεν έκρυβε πόνο. Ούτε υποσχέσεις. Ούτε λέξεις  με περίεργα νοήματα και με ασάφεια. Με τον Αντώνη, ποτέ δεν ανταλλάξαμε όρκους. Αφήσαμε να ζήσουμε αυτό που κάθε ημέρα μας ξημέρωνε ελεύθερα. Χωρίς μελοδραματισμούς, κατηγορίες και αφορισμούς. Χωρίς «για πάντα» αλλά και χωρίς «ποτέ πια».

Αν τον αγάπησα; Τον αγάπησα και είμαι βέβαιη ότι κι εκείνος με αγάπησε. Σήμερα, μέσα από τη διαδρομή που κάναμε πότε μαζί και πότε χώρια,  μπορούμε και αγαπάμε ο ένας τον άλλον όπως ακριβώς αγαπιούνται δύο άνθρωποι που δεν πληγώθηκαν. Ήταν ένας κύκλος που ανοίξαμε και κλείσαμε παρέα, ήρεμα. Σαν το συρτάρι με τα πολύτιμα κομμάτια της ζωής σου.

Με την προσγείωσή μου στην Αθήνα έβαλα τον εαυτό μου σε τάξη. Έκοψα το κάπνισμα, και σταμάτησα το περιττό αλκοόλ.

Άρχισα να ασχολούμαι με τον εαυτό μου. Ξεκίνησα να σπουδάζω. Νέα πράγματα, νέες διαδρομές και εμπειρίες. Ανακάλυπτα έναν καινούργιο κόσμος και ήταν το δώρο μου στον εαυτό  μου αλλά και η διέξοδός μου. Η μητέρα, ακολούθησε λίγα χρόνια μετά τον πατέρα με την ίδια επώδυνη για εμένα διαδρομή. Μόνο που τότε στη ζωή μου είχε ήδη μπει το «φως» και είχε όνομα και επώνυμο και μια μεγάλη αγκαλιά.

Κοίταξα την ώρα και πετάχτηκα επάνω έντρομη.

Μετά από πόσα χρόνια αλήθεια θα έβλεπα ξανά  τον Αντώνη;  Κούνησα το κεφάλι μου έκπληκτη. Η αλήθεια ήταν, ότι ποτέ δεν έπαψε η μεταξύ μας επικοινωνία. Το νοιάξιμο. Τα νέα μας κάθε τόσο τα λέγαμε.

Την ίδια εποχή που γνώρισα έναν άντρα για τον οποίον είπα, «γι’ αυτόν κάνω χώρο στην ντουλάπα μου» και την έκανα, γνώρισε και ο Αντώνης την καινούργια γυναίκα της ζωής του. Σε λίγη ώρα, θα τον συναντούσα και δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία για το πώς θα ένοιωθα.

Μπήκα στο αυτοκίνητο πατώντας το play για να ακούσω από την αρχή τη μουσική από το Moulin Rouge, τη φωνή του Ewan McGregor και το Your Song.  Ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου και μια γλύκα απλώθηκε μέσα μου.

Έφτασα στον προορισμό μου χαμογελαστή. Με περίμενε. Ποιο όμορφος και ποιο ευτυχισμένος από ποτέ.

«Τι κάνεις;» με ρώτησε και με πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του. Τον κοίταξα στα μάτια και ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα γιατί ο δικός μας κύκλος μας είχε κλείσει. Μα για να μας οδηγήσει ένα βήμα πιο κοντά στην ολοκλήρωση και την ευτυχία. Με άλλους συντρόφους μεν αλλά πιο πλούσιους και πιο σοφούς. Γεμάτους από πολύτιμες εμπειρίες, στραπάτσα αλλά και συναισθήματα αγάπης.

Τώρα πια ήξερα ότι ο κάθε ένας από εμάς, απολάμβανε κάθε βράδυ την αγκαλιά που του άξιζε και άξιζε και στους δύο μας να είμαστε ευτυχισμένοι.

Η Γάτα, το Παρίσι και η βουτιά στο παραμύθι θα ζουν πάντα μέσα μου, χαρίζοντας μου ένα μεγάλο χαμόγελο και την πολυτέλεια να σκέφτομαι «ότι εγώ αυτό το έζησα ολόκληρο». Εσείς;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here