Άνοιξα τα μάτια μου και τεντώθηκα με την ησυχία μου. Πήγα να σηκωθώ αλλά το ξανασκέφτηκα, ίσα για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και γύρισα πλευρό. Σάββατο είναι βρε αδελφέ μονολόγησα.  Όμως … ουφφφφφ, αυτή η λίστα με τις ενοχές ξεπήδησε πάλι μπροστά μου! Σηκώθηκα, με τα μάτια κλειστά πήγα κατευθείαν στην κουζίνα. «Ένας ζεστός καφές είναι ότι χρειάζεσαι» είπε η Κυρία Πρέπει και η τα χέρια μου πασπάτεψαν τον καφέ.  Έριξα κρύο νερό πάνω μου, άνοιξα διάπλατα τα παράθυρα του σπιτιού, χαϊδολόγησα το μπουγαρίνι , το γιασεμί  και το βασιλικό, έτσι για την καλημέρα μας και … «πω πω δουλειές που έχεις να κάνεις» είπε ξανά με την αντιπαθητική στριγγιά φωνή της.

Γύρισα και κοίταξα το εσωτερικό του σπιτιού βαριεστημένα. «Δουλειές! τι δουλειές λέει πάλι αυτή η κατσίκα; Τελειώνουν ποτέ αυτές οι δουλειές;» Η Κυρία Πρέπει χτύπησε με πείσμα το τακουνάκι της στο πάτωμα. «Σιγά, θα μου το τρυπήσεις» της είπα και προσπάθησα να την αποφύγω. Εμφανίστηκε μπροστά μου με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος, τα χείλια σφιχτά και το αριστερό φρύδι ανασηκωμένο.

«Τι θες πάλι;»
«Να κάνεις αυτά που πρέπει»  είπε.
Την έσπρωξα αγενώς με το χέρι και κατευθύνθηκα προς την Αγία Καφετιέρα.  Γέμισα μια κούπα με καφέ και άνοιξα το ραδιόφωνο. Κοίταξα τα ξυπόλητα πόδια μου.
«Θα αλλάξω χρώμα στο βερνίκι των νυχιών, δεν πάει με τον καιρό αυτό» σκέφτηκα.

Η Κυρία Πρέπει με κυνηγούσε γύρω-γύρω σαν πιστό σκυλί. Το ήξερα ότι η αδιαφορία μου την είχε εκνευρίσει. Μια μπούκλα από το ξανθό της μαλλί κουνιόταν σαν ελατήριο. Με έπιασαν τα γέλια.

«Σου έχω φτιάξει μια λίστα με …» και τη φωνή της την σκέπασε η ένταση της μουσικής.
«Με ακούς;» τσίριξε

Σιγά μην την άκουγα. Η απόφαση είχε πλέον παρθεί. Κοίταξα τα βερνίκια, διάλεξα αυτό που πήγαινε με τον καιρό  και του είπα «εσένα θέλω αλλά λίγο αργότερα».  Πήρα τον καφέ, το τηλέφωνο και το laptop αγκαλιά και τα ακούμπησα στο κρεββάτι.

Μίλησα με τα υπέροχα ρεμάλια της ζωής μου, φιλαράκια τα λένε, «είσαι για μια βόλτα στο Βυζαντινό μουσείο;»  αν είμαι λέει…
«θα έχετε φάει;»
«όχι βέβαια, πάμε για τσίμπι-τσίμπι όλοι μαζί;»«ναι ναιιιι και μετά για μια σκάφη γεμάτη καφέ»
Αλήθεια, ποιός σκέφτεται το μετά; Ξέρεις πόσα ανέλπιστα «μετά» μπορούν να προκύψουν;

Ο καιρός άρχισε να αλλάζει. Τα πουλιά πετούσαν χαμηλά, ο ουρανός βάρυνε και ανατρίχιασα με το αεράκι που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα.  Άνοιξα το συρτάρι με τις κάλτσες. Βρήκα αυτές με το πιο χτυπητό φούξια χρώμα. Τους χαμογέλασα.
«Βρε σεις, καιρό έχουμε να τα πούμε» τους είπα και τις φόρεσα.

Το βερνίκι έκανε να διαμαρτυρηθεί. Σαν να ζήλεψε μου φάνηκε. «Εσύ μετά του υποσχέθηκα» και το έχωσα ήσυχα-ήσυχα στο συρτάρι.

Θα την αράξω μονολόγησα χαρούμενα. Η Κυρία Πρέπει φουρκίστηκε. Άρχισε να μου πετάει όσες υποτιμητικές λέξεις ήξερε «τεμπέλα, ανεπρόκοπη, …» και ότι άλλο πιο προσβλητικό της ερχόταν στο κεφάλι.

«Μέχρι εδώ, ξεπέρασες κατά πολύ την ανοχή μου και την αντοχή μου» είπα και την βούτηξα από την ξανθιά σαν ελατήριο μπούκλα της που μου έβγαζε τόση ώρα το μάτι. Όσο και να τσίριζε δεν με ενδιέφερε πια. Την οδήγησα στο μπαλκόνι.
«Πήδα» της είπα
Με κοίταξε έντρομη,
«Πήδα και εξαφανίσου»
Προσπάθησε να αντισταθεί, είχε φορέσει στα πόδια της όσα περισσότερα βαρίδια μπορούσε.
«Θέλεις να μου κάνεις τη ζωή μου δύσκολη» είπα όσο πιο χαμηλόφωνα και αργόσυρτα μπορούσα. Ο τόνος μου, προμήνυε το κακό που θα την έβρισκε.
«Σε παρακαλώ» κλαψούρισε, μόνο που ήταν πλέον αργά!
Η φωνή της από το υπερπέραν με προειδοποιούσε «θα γυρίσωωωωω». Χαμογέλασα με κακία μέχρι που άκουσα τον υπέροχο ήχο του γδούπου και το εκωφαντικό μπαμ που γέμισε την ψυχή μου χαρά.

Σκούπισα τα χέρια μου, έκλεισα τη μπαλκονόπορτα, δυνάμωσα τη μουσική, έφτιαξα τα μαξιλάρια σαν αφράτο συννεφάκι και ξάπλωσα στο κρεββάτι με τα πόδια σταυρωμένα και το laptop αγκαλιά. Ρούφηξα μια μεγάλη δόση καφέ, ανέπνευσα αχόρταγα τον καθαρό αέρα που φύσαγε μέσα στο μυαλό μου και άφησα τις λέξεις να κυλήσουν ελεύθερα στα δάχτυλά όσο αυτά πίεζαν με λαχτάρα τα πλήκτρα του laptop. Ποιος ξέρει, ίσως την ίδια λαχτάρα να νοιώθει και ένας πιανίστας!

«Στα τσακίδια. Είναι Σάββατο και θα κάνω ό,τι γουστάρει η ψυχή μου και κάθε λεπτό θα το περάσω με αυτούς που είναι σημαντικοί και τους αγαπώ. Αλήθεια, εσείς τι θα κάνετε;»