Στις 10 του Φλεβάρη  και πριν 44 χρόνια έφυγε απ’ τη ζωή ο ποιητής, που όπως πολλοί φαντάζομαι, άργησα να κατανοήσω.

Η αγαπημένη μου φίλη, πάντα και ακόμα με προτρέπει “να μην τον κάνω παρέα”.

Όμως αυτό δεν γίνεται, γιατί απλά άρχισα να τον κατανοώ και να αγαπώ τους στίχους του όταν άρχισα να κάνω κι εγώ τα δικά μου ταξίδια. Ίσως τα δικά μου ταξίδια να ήταν πιο ξερά και να μην είχαν αυτήν την ιδιαίτερη μυρωδιά της λαμαρίνας. Είχαν άλλες μυρωδιές, εξ ίσου άσχημες και συναφείς. Είχαν όμως αυτήν την ίδια αναζήτηση για το τι τελικά είναι ζωή και τι είναι αυτό που της δίνει τόσο μεγάλη αξία. Κατάλαβα σιγά-σιγά, ότι τις καλύτερες, τις πιο αληθινές ιστορίες, μπορούσαν να τις περιγράψουν καλύτερα και πιο κατανοητά άνθρωποι τελειωμένοι, καταρρακωμένοι από την σκληρή αλήθεια της κάθε μέρας σε μέρη όχι και τόσο μαγικά και ονειρεμένα. Ναρκομανείς, που είχαν πλήρη επίγνωση της κατάστασής τους, στις ελάχιστες ώρες ή λεπτών πνευματικής διαύγειάς τους, στην διάρκεια μιας ημέρας. Πόρνες σημαδεμένες από πελάτες, αφεντικά, αρρώστιες και αλκοόλ. Φονιάδες που έγιναν κατά λάθος, ή από ανάγκη επιβίωσης και απλά αυτό έμαθαν να κάνουν καλύτερα ή και επάγγελμα.

Απατεώνες ακόμα και μικρά χαμίνια.

Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω σε έναν “πολιτισμένο”, ότι το να κάθεσαι και να παρατηρείς αυτές όλες τις ξέταιρες φιγούρες να ροκανίζουν τον χρόνο τους, ήταν ένα από τα καλύτερα μαθήματα ζωής. Επίσης, ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω ότι μια ώρα κουβέντας με μια πόρνη, ίσως και να σου μάθαινε περισσότερα από όσα θα μάθαινες παλεύοντας να πάρεις έναν μεταπτυχιακό τίτλο.

Γιατί η ζωή τελικά έχει αξία όταν ξέρεις, όταν κατανοείς πόσο εύκολα χάνεται.

Πως τα χρώματα της νύχτας κάνουν πιο ξεκάθαρες τις αντιθέσεις. Το ζήτημα όμως στην κάθε νύχτα είναι να φτάσεις σωματικά, τουλάχιστον, αλώβητος στην ώρα που οι αντιθέσεις χάνονται και το ξημέρωμα δίνει το έναυσμα για μια ακόμα ήμερα ζωής. Αυτή είναι η αξία. Και αυτά που έμαθες και από ανθρώπους που ζουν μέσα στα κοινά αποδεκτά όρια άλλα κυρίως, από αυτούς που ζουν έξω από αυτά. Κάποιοι το λένε και περιθώριο…

Μα οι ιστορίες τους είναι πέρα για πέρα αληθινές και βαριές. Όπως και τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία.

Βεβαίως και ο ίδιος έμαθε κάπως αργά, ότι τις επιθυμίες μας πρέπει ίσως και να τις προκαλούμε, εκτός από την τύχη μας.

Δυστυχώς γι αυτόν δεν πέθανε στην θάλασσα όπως τόσο επιθυμούσε και ονειρευόταν…

Πολλά είναι τα ποιήματα του που θα έβαζα ευχαρίστως, δεν θα μπορούσα να διαλέξω μόνον ένα.

Όμως θα βάλω αυτό που περιέχει έναν αγαπημένο μου στίχο …

“Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά με το παλλινώριο πήρα κάτου μου ‘πες με φωνή ετοιμοθανάτου, να φοβάσαι τ’ άστρα του Νότιά”

Αγαπημένος μου ο στίχος, γιατί αν δεν θέλεις να μάθεις, καλό είναι να τα φοβάσαι τα άστρα του Νότια…

«Σταυρός του Νότου»

Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Ήμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη·
γύρισες και μου ‘πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα ‘χεις μπει.

Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου.
Μου ‘πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
— Να φοβάσαι τ’ άστρα του Νότιά.

Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Bé
πήρες το μαχαίρι, δυο σελλίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ’ ωραίο γλυκό της Κυριακής.

[πηγή: Νίκος Καββαδίας, Πούσι, Κέδρος, Αθήνα 1983, σ. 31-32]

 

Κείμενο και επιλογή μουσικής από τον Τιμ Κ.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here