Η Όλγα έχασε τον άντρα της πριν από μια πενταετία. Μετρούσαν μαζί σαράντα χρόνια κι είχαν
αποκτήσει τρία παιδιά. Υπήρξαν ένα ‘ζωντανό ζευγάρι’ όπως λέει η ίδια, με πολλές ευχάριστες, καλές αλλά και δύσκολες στιγμές. Στο τελικό συμπέρασμα όμως το πρόσημο ήταν πάντα θετικό κι έτσι αυτή η σχέση κράτησε καλά για χρόνια. Αν και πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους είχαν αναπτύξει το δικό τους κώδικα κι όπως επιμένει η Όλγα, ο σεβασμός και η εκτίμηση που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο μαζί με την αγάπη που τους ένωνε αποτέλεσαν τα ισχυρά θεμέλια της μακρόχρονης συμβίωσής τους.

Γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο, εκείνη στο πρώτο έτος κι εκείνος στο τρίτο. Κατά τα τέλη των πανεπιστημιακών σπουδών ανακάλυψαν την πρώτη εγκυμοσύνη και εκεί προέκυψαν τα πρώτα σοβαρά προβλήματα καθώς ο Τάσος ήταν γόνος εύπορης οικογένειας ενώ η Όλγα όχι κι έτσι η πατρική οικογένεια του Τάσου αντιτάχθηκε σθεναρά στον ενδεχόμενο γάμο του ζευγαριού. Εκείνος όμως αντιστάθηκε αναλόγως και σύντομα έγινε ο γάμος κι αργότερα ήρθε και το πρώτο παιδί της οικογένειας.

Με τον καιρό οι ευρύτερες οικογενειακές σχέσεις εξομαλύνθηκαν κι ακολούθησαν άλλα δυο παιδιά και πολλές άλλες ιστορίες και περιπέτειες .

Τα τελευταία αυτά χρόνια της φαίνονται σαν ένας αγώνας ψυχικής επιβίωσης. Το πρώτο
διάστημα είχε κλειστεί στο σπίτι σε μια σύγχυση συναισθημάτων: ανυπόφορος πόνος, θλίψη, ενοχή. Τι πήγε στραβά; Πότε έγιναν όλα; Εκείνη έκανε ότι χρειαζόταν για να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη; Ένα έντονο αίσθημα του μετέωρου, ένα ψυχικό μούδιασμα, κενό και μια αγωνία ακόμη και τρόμος για το άμεσο μέλλον την κύκλωναν αδιάλειπτα. Και τώρα τι; Ατέλειωτοι εσωτερικοί διάλογοι που την κρατούσαν άυπνη για μέρες και νύχτες μέχρι που η φυσική εξάντληση έφερνε λιγοστό και ταραγμένο ύπνο. Αδύνατο να σκεφτεί κάτι διαφορετικό από εκείνον, κάθε σκέψη τον αφορούσε κάθε αντικείμενο τον θύμιζε. Όσο τον σκεφτόταν τον είχε κοντά της κι ένιωθε καλά, μόλις όμως συνειδητοποιούσε την πραγματικότητα σφάδαζε μέσα της. Περιγράφοντας τα συναισθήματά της έλεγε πως ένιωθε σαν να της είχαν αφαιρέσει το δέρμα από την πλάτη, πονούσε, κρύωνε, έτρεμε, φοβόταν. Αναρωτιόταν αν μπορεί να
ζήσει κανείς μετά από το θάνατο του συντρόφου του και πως. Της φαινόταν αδιανόητο και εντελώς αδύνατο. Πώς να συνεχίσεις μόνη στο δρόμο που πήγαινες μαζί και με ποιο κίνητρο πια;

Αυτή η αίσθηση ματαιότητας ποτέ πριν δεν είχε τόσο νόημα όσο τότε. Μάλλον από υποχρέωση, όπως λέει, άρχισε να αναζητά τρόπους να διαχειριστεί το πένθος της. Ένιωθε υποχρεωμένη στην αγάπη που της είχε δώσει τόσα χρόνια ο Τάσος να συνεχίσει να ζει και για εκείνον. Ξεκίνησε να διαβάζει τα στάδια του πένθους αλλά δεν βρήκε αντιστοιχίες με τα συναισθήματά της. Στην πρώτη μας συνάντηση απορούσε γιατί δεν ένιωθε θυμό όπως είχε διαβάσει πως έπρεπε να νιώσει. Μήπως δεν πονούσε αρκετά; Γιατί δεν ένιωθε όλα αυτά τα συναισθήματα που περιγράφουν τα βιβλία; Μα δεν υπάρχει ‘πρέπει’ στα συναισθήματα, ο καθένας βιώνει τα δικά του ανάλογα με τον χαρακτήρα και την εμπειρία του σε
διαφορετικό συνδυασμό και με διαφορετική ένταση. Το πένθος είναι κι αυτό μια προσωπική υπόθεση που περιλαμβάνει ανάλογα στάδια και συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Στην ουσία το πένθος είναι μια διαδικασία αναγνώρισης και αποδοχής μια αμετάκλητης
αλλαγής, αυτής του θανάτου. Πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία αφομοίωσης και μετάβασης από μια κατάσταση σε μια άλλη που δεν επιλέγουμε εμείς αλλά μας επιβάλλεται αυθαίρετα, αδιαπραγμάτευτα και χωρίς αποτελεσματικές εξηγήσεις. Όποια απάντηση δοθεί είναι μόνο διανοητική άρα άχρηστη στον ψυχικό μας κόσμο καθώς το υποσυνείδητο δεν αναγνωρίζει τον θάνατο. Ίσως να ακούγεται κάπως παράδοξο αυτό αλλά αν αναλογιστούμε την λειτουργία της μνήμης θα καταλάβουμε το πως συμβαίνει. Όσο θυμόμαστε κάτι το ζούμε ξανά στη σκέψη μας και νιώθουμε ανάλογα. Τίποτα λοιπόν δεν πεθαίνει μέσα μας όσο μπορούμε να το ανακαλέσουμε στη μνήμη μας. Η φράση ‘να ζήσετε, να θυμάστε’ δεν είναι τυχαία, εννοεί ακριβώς αυτή την λειτουργία : όσο ζω και θυμάμαι κρατάω μέσα μου ζωντανά πρόσωπα και καταστάσεις.

Οι μεταβατικές φάσεις είναι βέβαια και οι πιο δύσκολες για τον ανθρώπινο ψυχισμό καθώς η
επικρατούσα ανάγκη είναι η σταθερότητα κι όχι η αλλαγή. Αγαπάμε περισσότερο το οικείο και το σύνηθες από το ξένο και το διαφορετικό και δενόμαστε συναισθηματικά κυρίως μέσα από την εξοικείωση. Η επιβλητική και αδιαμφισβήτητη παρουσία του θανάτου σηματοδοτεί την μέγιστη ανατροπή κι έτσι ξυπνούν συναισθηματικές άμυνες όπως η άρνηση και ο θυμός σε ισχυρότατη ένταση προκειμένου να αποφύγουμε τον βαθύ πόνο της απώλειας. Ύστερα φτάνοντας στην αναγνώριση της οδύνης, βυθιζόμαστε στην απελπισία γιατί νιώθουμε μικροί, ανίσχυροι και εντελώς αβοήθητοι απέναντι στη νέα πραγματικότητα.

Ο χρόνος, η προσωπικότητα, τα προηγούμενα βιώματα και η συμπαράσταση των οικείων θα
παίξουν μεγάλο ρόλο σ’ αυτή την φάση στηρίζοντας τα βήματα ολοκλήρωσης αυτής της μετάβασης. Ο πόνος μπορεί να παραμένει αλλά συνήθως γίνεται πιο ήπιος, το ανυπόφορο μετατρέπεται σε υποφερτό και η θλίψη δίνει τη θέση της στη λύπη.

Η Όλγα δεν έπαψε να θυμάται στιγμές, εικόνες και συναισθήματα από το παρελθόν ούτε
σταμάτησε να την στεναχωρεί η απώλεια του Τάσου. Με τον καιρό όμως και τις δικές της προσπάθειες να αντιμετωπίσει την οδύνη της, βρήκε διέξοδο στο διάβασμα και την συγγραφή ενώ η συναναστροφή με φίλους και κάποιες δραστηριότητες μαζί τους την έχουν ανακουφίσει πολύ. Ξεπερνώντας την πρώτη δύσκολη φάση του αποχωρισμού συνεχίζει αυτό που αποκαλεί ‘αγώνα ψυχικής επιβίωσης’ μόνο που τα οδυνηρά συναισθήματά της έχουν μαλακώσει κι η ζωή της εμπλουτίζεται ξανά από ζωντάνια και χαρά ́ γιατί φυσικά μετά από το βαθύ σκοτάδι έρχεται το φως και η χαρά μπορεί και πάλι να βρει θέση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here