Ο Νίκος. Για έξι ολόκληρα χρόνια η δραπέτευση από τη ζωή μου και η Μαρία, συμμαθήτριά από το δημοτικό. Μετανάστες χρόνια τώρα στις Βρυξέλλες, μια εικοσαετία να κουβαλάει ο καθένας στην πλάτη του και βάλε. Ξενιτιά και μετανάστες, δύο λέξεις που χρησιμοποιούσαν και κάθε φορά που τις άκουγα τους κορόιδευα. «Να θυμηθώ να σας φέρω τις κασέτες του Καζαντζίδη» τους έλεγα και χαχάνιζα.
Άκου ξενιτιά το Βέλγιο! Δυόμιση χιλιάδες χιλιόμετρα από την Αθήνα, τι είναι; Ένα τσουπ βρε αδελφέ, τρεισήμισι ωρίτσες με το αεροπλάνο, όσο δηλαδή θέλεις για να φτάσεις με το αυτοκίνητο στη Κυλλήνη, χωρίς να έχεις ιδρώσει και χωρίς να έχεις τσαλακωθεί. Αυτό που το πας; Το αεροδρόμιο του Ζάβεντεμ το έμαθα σαν την παλάμη του χεριού μου. Ήταν τόσο εύκολο να φτάσω κοντά τους, ακόμα και την τελευταία στιγμή, μόνο και μόνο γιατί στην Αθήνα έκανε εκείνη τη διαολεμένη ζέστη κι εκεί είχε δεν είχε έντεκα βαθμούς κελσίου, μια δροσερή βόλτα δηλαδή. Ή γιατί ένα καινούργιο club έκανε εγκαίνια, ή γιατί η κοριτσοπαρέα αποφάσισε να περάσει ένα Σαββατοκύριακο με την «ξενιτεμένη» ή γιατί ο Νίκος σκαρφιζόταν εκδρομές και η βόλτα μέχρι την Αμβέρσα φάνταζε μέσα στο γκρι της ζωής μου σαν φανταχτερή πυγολαμπίδα. Έφτιαχνα βαλίτσες, μαλλιά, νύχια, μια γρήγορη αναστήλωση δηλαδή και τράβαγα για το βορρά. Στο αεροπλάνο έπινα το κρασάκι μου, διάβαζα μερικές αράδες από το βιβλίο μου και πριν το καταλάβω είχα ήδη φτάσει. Χωρίς βαρύγδουπες προετοιμασίες, χωρίς σχεδιασμό του ταξιδιού μήνες πριν, χωρίς καν να χρειάζεται να σκεφτώ την αξία του εισιτηρίου, όχι γιατί περίσσευαν αλλά γιατί το κόστος ήταν μηδαμινό… τότε.
Το Ζάβεντεμ, με τους κυλιόμενους διαδρόμους που τους πήγαινα τρέχοντας για να φτάσω μια ώρα αρχύτερα , με τις ατελείωτες σκάλες και τα διαφορετικά επίπεδα. Το Ζάβεντεμ που του είχα καταθέσει τον όβολό μου αμέτρητες φορές για να κουβαλάω σοκολατάκια Godiva και Neuhaus για κάτι λιχούδηδες φίλους. Το Ζάβεντεμ που το λάτρευα σε κάθε προσγείωση και το μισούσα σε κάθε απογείωση. Το Ζάβεντεμ που δεν αγαπάει τους αποχαιρετισμούς, “kiss and go” γράφει στις πινακίδες των αναχωρήσεων και που τώρα φαντάζει τόσο μα τόσο προφητικό μέσα στο μυαλό μου.
Στην τελευταία μου απογείωση από την Αθήνα, χάζευα έναν κοντό στρουμπουλό κύριο αρκετά άνω των πενήντα, με πορτοκαλί περουκίνι και τον χλεύαζα. «Μα με περουκίνι; και πορτοκαλί;» και να σου το φρύδι όρθιο, μέχρι που τον άκουσα να μιλάει στο κινητό του και δαγκώθηκα. Το πορτοκαλί περουκίνι είχε χάσει τη δουλειά του. «… και τι θέλεις να κάνω; Πρέπει να εργαστώ σου λέω, … εκεί βρήκα δουλειά, λαντζιέρης βρε αδερφέ, … κάτι είναι κι αυτό, διαφορετικά θα πεθάνω». Έστρεψα το βλέμμα αλλού και δαγκώθηκα. Του έστειλα τα νοερά μου συγχαρητήρια που εκεί κοντά στα εξήντα του έφευγε για μετανάστης ως λαντζιέρης. Μωρέ ας έφευγε και ως πυρηνικός φυσικός, ξεριζωμός και πάλι ήταν και σκέφτηκα ότι αυτό μάλλον θα είναι ένα από τα θύματα της κρίσης. Της κρίσης, που ακόμα δεν είχε χτυπήσει τη δική μου πόρτα και μπορούσα να χλευάζω κάθε πορτοκαλί περουκίνι που συναντούσα στο διάβα μου, με το φρύδι σηκωμένο.
Έχουν περάσει πάνω από έξι χρόνια από την τελευταία μου απογείωση από το Ζάβεντεμ. Την ημέρα εκείνη τη θυμάμαι γιατί τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Να ήταν το ένστικτο; Ίσως… Η κρίση καλημέρισε και τη δική μου πόρτα. Το εισόδημα μειώθηκε, ο πατέρας αρρώστησε και βίωσα στο πετσί μου όλη την εξαθλίωση του συστήματος υγείας. «Πάρε το γέρο σπίτι σου να πεθάνει» είπε ο Διευθυντής του Κρατικού Νοσοκομείου λες και μίλαγε για ένα παλιό τριμμένο βρώμικο πατσαβούρι. Οι λέξεις χάθηκαν και το στόμα στέγνωσε. Αχ μωρέ πατέρα! Μέριμνα από πουθενά και όσο να πεις και να φωνάξεις βοήθεια … ποια βοήθεια; Μόνο ότι μπορούσε να κάνει η οικογένεια, οι συντάξεις να πετσοκόβονται, τα χρήματα να εξανεμίζονται και ο ένας μετά τον άλλον να χάνει δουλειά και αξιοπρέπεια μαζί.
Το Ζάβεντεμ έφτασε να φαντάζει σαν γλυκό όνειρο που λες και κάποιος ήχος ξαφνικά με τρόμαξε και ξύπνησα απότομα σε μία εφιαλτική μαύρη πραγματικότητα. Ο πατέρας ευτυχώς πέθανε και γλύτωσε από τη λαίλαπα της εξαθλίωσης της ζωής του, έτσι όπως κάποιοι άλλοι την έπαιξαν στον επιτραπέζιο γύρο της πραγματικότητάς μας.
Οι μετανάστες φίλοι μου ζουν ακόμα με το όνειρο της όμορφης Ελλάδας. Με την θαλπωρή του ήλιου, τον παφλασμό του κύματος και τις βόλτες στη Πλάκα και στα νησιά. Τα παραθαλάσσια ταβερνάκια, τα καλοκαιρινά σινεμά και τα μοδάτα club της παραλιακής. Τα ηλιοβασιλέματα, το γλυκοχάραμα του ήλιου και την Αυγουστιάτικη πανσέληνο και έχουν την αίσθηση ότι οι Έλληνες έχουμε ψιλομιζεριάσει και αυτό τους «χαλάει ρε γαμώ το», ασχέτως αν και οι δικές τους οικογένειες κάπου εδώ τριγύρω ζουν με παρόμοια πάνω κάτω προβλήματα…
Ο Νίκος δεν έχασε χρόνο, βρήκε άλλο συνταξιδιώτη στην βαρεμάρα του και με τη Μαρία σταματήσαμε τα νυχτερινά μας «χαζομπιρμπιλέματα» μέσω skype, έτσι χωρίς συγκεκριμένο λόγο … ή μήπως για πολλούς και διαφορετικούς ανείπωτους λόγους, που δεν είχαν πια να κάνουν με την ελαφρότητα της τακτοποιημένης μας ζωής αλλά μας έφεραν αντάμα με το χάος και χαθήκαμε.
Έχω σταματήσει να αναρωτιέμαι αν οι δύο μου φίλοι νοιώθουν ακόμα μετανάστες. Ίσως γιατί το δικό μου συναίσθημα είναι αυτό του φυλακισμένου, σε μια όμορφη αστροσκεπασμένη φυλακή που λέγεται Ελλάδα και το μόνο δικαίωμα που δεν μου έχουν αφαιρέσει είναι να μπορώ να προαυλίζομαι μαζί με μερικά εκατομμύρια συγκρατούμενους μου. Το Ζάβεντεμ συνεχίζει να είναι τόσο κοντά και τόσο απελπιστικά μακριά όσο και η πατρίδα μου, εκεί που είναι η ρίζα μου και η καρδιά μου. Ο τόπος με τα πράσινα νερά και τα κλαδιά των πεύκων να τρυπάνε την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι λιγάκι πιο μακριά κατά δεκαεπτά ναυτικά μίλια και με περιμένει ήδη λίγο παραπάνω από ένα χρόνο!
Χαιρετισμούς να πεις στο Ζάβεντεμ όταν το ξαναδείς.