Πάει καιρός τώρα, που σκέφτομαι, ότι κάθε καλοκαίρι γράφει στο βιβλίο της ζωής μας από μια καινούργια ιστορία. Φταίει ίσως, ότι το χέρι μου πήγε και τρύπωσε στο βαλιτσάκι των παιδικών μου χρόνων. Ξεπήδησαν φωτογραφίες, γράμματα, σημειώσεις, ραβασάκια και το αυτοσχέδιο ημερολόγιο με τις φωτογραφίες του Γκούφη και του Ντόναλντ να σκεπάζουν το εξώφυλλο. Αναρωτήθηκα, όλες αυτές οι ιστορίες τι έγιναν; που κρύφτηκαν; μέχρι που θυμήθηκα. Οι ιστορίες αυτές μπαίνουν σε ένα από τα δύο μεγάλα σεντούκια, των καλών ή των κακών μας στιγμών. Τα σεντούκια αυτά, είναι τα προικιά μας. Δώρο από τις νεράιδες της ζωής τη στιγμή που γεννηθήκαμε, μαζί με μια ευχή «να γεμίσεις το σεντούκι με τις καλές στιγμές και άσε το άλλο άδειο»! Μα γίνεται;
Φέτος το καλοκαίρι, το εσωτερικό μου δελτίο καιρού έδειχνε κακοκαιρία. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και ο αέρας κουβαλούσε υγρασία, σαν βουρκωμένη ματιά. Η πάντα ήρεμη θάλασσα της ψυχής μου έδειχνε ανταριασμένη.
Ήταν πολλές οι αλλαγές. Η μάνα που «έφυγε», οι αποφάσεις που πήρα, οι καινούργιοι ένοικοι του σπιτιού των παιδικών μου χρόνων, ο αέρας που άλλαξε από μόνος του. Είχα χαράξει καινούργια ρότα. Η απόφαση ήταν δική μου. Συνειδητή και ώριμη. Έξω από περιττούς συναισθηματισμούς που μας πονάνε και μας καθιστούν ανήμπορους. Θέλησα να σπάσω τα δεσμά, όμως… Εδώ υπήρχε ένα μεγάλο «όμως» που το όνομά του ήταν «Συνήθεια» και αυτή η «Κυρά», δεν φοράει πάντα τα καλά της!
Με κοίταξα στον καθρέφτη. Η ματιά σκαμμένη και το βλέμμα θολό. Πλησίαζαν τα γένεθλιά μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη ενημέρωσα συγγενείς και φίλους. «Δεν γιορτάζω» είπα και δεν γιόρτασα. Μωρέ γίνεται ταρατατζούμ με καρδιά βαριά σαν το μολύβι; Αναπολούσα. Τέτοιες ημέρες έφτιαχνα τη βαλίτσα για να φύγω για το νησί. Ήμουν γεμάτη χαρά, η θάλασσα, ο ήλιος, η κάψα της άμμου, η αλητεία, τα βιβλία, τα ξέπλεκα μαλλιά και η ξυπολησιά. Οι ντομάτες, το λάδι, το ζυμωτό ψωμί και το κρασί. Οι φίλοι, οι κρυφές παραλίες, τα τσαμπιά με το σταφύλι και τα σύκα από το δέντρο. Οι ουρές από τις γάτες, ο Κεφαλλονίτης βοριάς που τρύπωνε στο δωμάτιό μου και το θρόϊσμα των φύλλων από το φίκο που μου θύμιζαν βαρκούλες, το γιασεμί και το μπουγαρίνι…
Αναρωτήθηκα μέχρι πότε θα ζούσα με τις αναμνήσεις μιας ζωής που τελείωσε, μιας ζωής που ήρθα και πρόσθεσα τη δική μου τελεία και το μόνο που έλειπε ήταν το θαυμαστικό και όχι η παύλα. Ναι, αυτό χρειαζόμουν. Να αφήσω πίσω τη θλίψη και να φτιάξω μια ζωή με θαυμαστικό.
Που θα πάμε σε ρώτησα και ήσουν τόσο πηγμένος που σχεδόν δεν με άκουσες. Άνοιξα το χάρτη. Ελλάδα ή εξωτερικό; Η συνήθεια με έσπρωχνε πάλι στις γνωστές παραλίες. Να τριγυρίσουμε στα νησιά. Το έλεγα και με έπιανε ανατριχίλα. Ο ενθουσιασμός κι εγώ αυτό το καλοκαίρι μάλλον είχαμε τσακωθεί. Οι δικαιολογίες ένα σωρό να ακολουθούν η μία την άλλη. Τι; να στοιβάζομαι ανάμεσα σε χιλιάδες κορμιά και να πληρώνω τη ξαπλώστρα λες και ήταν από χρυσό; Τσου. Αιγαίο να πάμε σκεφτόμουν, ναι αλλά τα έξοδα με το καράβι; από κάπου όμως έπρεπε να αρχίσω την επανάστασή μου! Κοίταγα φωτογραφίες αλλά τίποτα. «Την πιθανότητα να καθίσουμε στην Αθήνα την έχεις σκεφθεί;» σε ρώτησα, «έτσι για αλλαγή βρε αδελφέ» και αντίρρηση δεν έφερες μέχρι που έπεσε στο τραπέζι η ανατροπή. «Πάμε Γιάννενα;» με ρώτησες και το κεφάλι μου γέμισε με υπέροχες αμέτρητες εικόνες. Αυτομάτως θέλησα να βουτήξω τα πόδια μου στα καταπράσινα νερά του Αχέροντα κι έτσι ο κύβος ερρίφθη και χτύπησα παλαμάκια σαν μικρό παιδί.
Να πάρουμε και πουλόβερ και μαγιό και ένα μπουφανάκι . Τα αθλητικά μην ξεχάσω και τα παρεό τι να τα κάνω; Στη βαλίτσα κι αυτά και τα σανδάλια, όχι τα ψηλά, τα ίσια βέβαια. Με σκέφτεσαι στα Ζαγοροχώρια με το τρίπατο;
Γέλαγα μόνη μου και όσο γέλαγα η ψυχή ξαλάφρωνε. Αυτό κι αν ήταν ανατροπή! Ποιος εγώ, θαλασσινή μέχρι το μεδούλι να παίρνω τα βουνά!!! Ωραία που είναι η ζωή …
«Θα ξεκινήσουμε το ταξίδι από την προηγουμένη» σου είπα. Θα πάμε να πιούμε τα κρασιά μας και να φάμε ότι γουστάρει η ψυχή μας. Έτσι κάναμε και μόλις γείραμε να κοιμηθούμε το μυαλό μου γέμισε πάλι με εικόνες. Ήθελα να σου πω για τις πέστροφες και τις πίτες αλλά με το που άνοιξα το στόμα μου, άκουσα τη ρυθμική αναπνοή σου και σώπασα, μέχρι το πρωΐ. Στη διαδρομή όλη σου τραγουδούσα. Εσύ γέλαγες, ίσως γιατί δεν είχες επιλογή, μπορεί πάλι και να απολάμβανες τη παιδική μου διάθεση. Πάντως γιαούρτι δεν μου πήρες για να παίξω τον Πίπη κι έτσι, η Αλίκη κάθετε ακόμα το θρόνο της ακλόνητη! (Ψώνιο!!!)
Ο δρόμος υπέροχος. Καινούργιος. Μόλις τον είχαν παραδώσει! Φτάσαμε στα Γιάννενα πριν καταλάβουμε πως πέρασε η ώρα. Μας περίμεναν οι φίλοι. Ούτε να ξαποστάσουμε στο ξενοδοχείο. Ένα ντουσάκι στα γρήγορα και βουρ να πάμε να τους βρούμε. Η διάθεση και η χαρά έτρεχαν πιο γρήγορα από τις πατούσες μας.
Δεν ξέρω πόσα τσίπουρα ήπιαμε. Ούτε τι ακριβώς φάγαμε. Ξέρω μόνο ότι τα Γιάννενα ποτέ δεν μου φάνηκαν τόσο όμορφα όσο αυτή τη φορά! Καθαρά, φιλόξενα. Με μια γλυκιά ηρεμία που με ξεπερνούσε.
Το βραδάκι μας βρήκε σε ένα από τα ομορφότερα bar που βρεθήκαμε ποτέ! Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Οι ιδιοκτήτες είχαν σεβαστεί απόλυτα τον ήδη υπάρχοντα χώρο. Δεν πείραξαν τίποτα. Απλώς φρόντισαν, καθάρισαν, αγάπησαν και αγκάλιασαν το παλιό οίκημα. Δεν βανδάλισαν. Εν αντιθέσει, τόνισαν όμορφα και παιχνιδιάρικα με τα φώτα τα χαλάσματα και τα έκαναν πρωταγωνιστές. Η μουσική; Ίσως ότι καλύτερο έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια!
Παραγγείλαμε τα ποτά μας και μας τα έφεραν ξερά γλαρά. Με κοίταξες και σε κοίταξα γεμάτη απορία. Μα τι τσιγκουνιά! Ούτε λίγα φιστίκια; «συγγνώμη, μήπως έχετε λίγα φιστίκια» είπες και έκανες με τα δάχτυλά σου το σχήμα ενός μικρού μπολ. «Θα σας φέρουμε πιάτο» απάντησε ο σερβιτόρος. «Φέρνουν τα φιστίκια σε πιάτο εδώ;» με ρώτησες χαμηλόφωνα και ανασήκωσα τους ώμους απορημένη, από την άλλη δεν είχαμε καμία διάθεση να χαλάσουμε τη βραδιά μας. Ξαναγυρίσαμε στη συζήτηση με τους φίλους μας μέχρι που προσγειώθηκε μια πιατέλα με χιλίων ειδών καλούδια. Από τηγανιτές πατάτες με τη φλούδα και ποικιλία τυριών μέχρι μπουκιές κοτόπουλου! «Τι είναι αυτό;» ρώτησες «το πιάτο» σου απάντησε ο σερβιτόρος και ενώ οι κοιλιές μας ήταν γεμάτες από το μεσημεριανό, τιμήσαμε ξανά τη φιλοξενία των ανθρώπων αυτών και εννοείται ότι πήγαμε ξανά, όχι για το «πιάτο» αλλά γιατί για τους Γιαννιώτες η φιλοξενία είναι λέξη που δεν ξεχάστηκε μαζί με τα charters που προσγειώθηκαν στο τόπο τους!
Χωθήκαμε στο κάστρο και δεν αφήσαμε τα μουσεία στην ησυχία τους. Το μυαλό και η ψυχή μας γέμισε από γνώση, συναισθήματα και θαυμασμό. Αν δεν δεις με τι μαεστρία οι άνθρωποι αυτοί φτιάχνουν τα κοσμήματά τους, τίποτα δεν θα εκτιμήσεις! Μετά φυσικά, θέση είχαν τα τσίπουρα και οι πίτες. Πανηγύρι και τσίπουρο, βόλτα και τσίπουρο μέχρι που φτάσαμε στον παππού Αχέροντα και είναι καλός σαν τον παππού μας, γιατί μας καλοδέχτηκε φορώντας τα καλά του. Μας καλοδέχτηκε αυτός και όλη η Ηπειρωτική γη. Μας σεβάστηκαν, γιατί σέβονται πρώτα απ’ όλα τον εαυτό τους, τη γη που τους ανάθρεψε και τη μοναδικότητά τους. Ευγενείς, χωρίς τσάμπα χωρατά. Σοβαροί χωρίς δήθεν και αλλά. Τους αγάπησα για μια ακόμα φορά στη ζωή μου. Τους αγάπησα αυτούς και την απεραντοσύνη του τόπου τους, τόσο που πριν φύγω μου γεννήθηκε η επιθυμία να βρω ένα τσαρδί, από αυτό που μπαίνεις με τη μούρη και βγαίνεις με όπισθεν, για να αράζω στη φιλόξενη γη τους και να χάνετε η ματιά μέχρι να συναντήσει τα πλάσματα της φύσης.
Φτάνοντας στην ημέρα της επιστροφής συνειδητοποίησα ένα πράγμα. Μπορούσα να είμαι ευτυχισμένη έξω από τον τόπο μου, έξω από το χρυσό κλουβί μου. Η κυρία Συνήθεια είχε μεριάσει για μπορέσω να διαβώ. Επιτέλους ήμουν ελεύθερη. Ανακάλυψα το πόσο χρήσιμο είναι να μην πιάνει το κινητό και η μόνη λειτουργία του να είναι αυτή της φωτογραφικής μηχανής! Την ξεγνοιασιά που σου χαρίζει ο λευκός καμβάς της ζωής σου, πρόθυμος να στέκεται εκεί για να τον γεμίσεις με τα δικά σου χρώματα. Τα αραδιασμένα «μπουκαλάκια» με τις «επιλογές» που είναι μπροστά σου και δεν έχεις παρά μόνο να απλώσεις το χέρι σου και να διαλέξεις το δικό σου άρωμα ζωής. Να θυμάσαι, πως όσα λάθη κι αν κάνεις αλλά και όσα σωστά είναι δικά σου, με τα δικά σου χρώματα και αρώματα. Ένα πράγμα μόνο φρόντισε, να μην πληγώσεις αυτούς που δεν σου φταίνε και αν κατά λάθος το κάνεις μην ξεχαστείς και τη συγγνώμη σου να τη ζητήσεις και να τη νοιώθεις. Στάσου περήφανος μπροστά στον καθρέφτη του εαυτού σου. Μικρά ή λίγα τα κατορθώματα σου, φέρνουν τη δικιά σου σφραγίδα και τα αφήνεις παρακαταθήκη στην ιστορία του σύμπαντος.
Το ξέρω, θα είμαι πάντα γεμάτη από γιασεμί και μπουγαρίνι. Όχι μόνο γιατί έτσι έμαθα αλλά γιατί έτσι επέλεξα! Όμως τα Γιάννενα μου άνοιξαν πέρα από τις πύλες του Αλή Πασά, τις πύλες της δικιάς μου ανατροπής η οποία μόλις ξεκίνησε. Ας είναι καλοτάξιδη …
Υπέροχο!!!!
Πώς ταιριάζεις την παιδικότητα με την σοφία;
Και αν αυτό που διαβάζω δεν είναι αισιοδοξία ,τότε δεν ξέρω τι είναι….
Ξέχασα να μεγαλώσω όσο “πρέπει” μάλλον. Όσο για την αισιοδοξία, πάντα ψάχνω να την ξετρύπωσω! Σε ευχαριστώ πολύ Κάλλη μου.
Comments are closed.