Ήταν μια από αυτές τις ημέρες που ξύπνησα με εκείνο το σφίξιμο στην καρδιά και τα γνωστά βαρίδια στα πόδια. Σύρθηκα μέχρι τον καναπέ, έπινα τον καφέ όσο πιο αργά μπορούσα, μέχρι που ο χρόνος μου τελείωσε και έπρεπε να πάω εκεί …
Οδηγούσα με τη μουσική δυνατά. Τραγούδαγα έξω φωνή λες και θα ξόρκιζα έτσι αυτό το γκρι σύννεφο που με τύλιγε.
Φτάνοντας, πήρα μια βαθειά ανάσα και ξεφύσησα τον αέρα με δύναμη από τα πνευμόνια μου. Κοντοστάθηκα και τέντωσα το κορμί μου. “Πάνω το κεφάλι” μονολόγησα και πέρασα το κατώφλι της ”δυσκολίας’‘ μου με βήμα σταθερό. Έφτασα κι αναρωτήθηκα αν βρισκόμουν στο σωστό μέρος. Μια από τις ομορφότερες ημέρες της ζωής μου είχε φορέσει τα καλά της και περίμενε για να με υποδεχθεί. “Καλημέρα σας” μου είπε και μου έδειξε τα δημιουργήματά της. Δεντράκια ζουμπουρλούδικα και φουντωτά, γεμάτα από ζωή και χυμούς, χαρούμενα κίτρινα λουλούδια και μια γιρλάντα από όμορφα αγριολούλουδα που λες και κάποιος τα είχε κεντήσει εκεί, καταμεσής.
Δύο ζευγάρια γατίσια μάτια με παρακολουθούσαν βαριεστημένα μέσα από τη γλύκα της ραστώνης τους. Ο λήσταρχος Νταβέλης, χοντρούλης, τεράστιος και ασπρόμαυρος και η Τσιριμπίμ-Τσιριμπόμ του, πολύχρωμη, ολίγον πεταχτή μα καθώς πρέπει! Έτσι μου ήρθε, έτσι τους βάφτισα.
“Με τίποτα δεν βάζω χέρι σε αυτή την ομορφιά” ορκίστηκα και έκρυψα στα γρήγορα το κλαδευτήρι και τα γάντια στην τσάντα μου βαθειά, λες και ήμουν η μετανοιωμένη κλέφτρα της Άνοιξης.
Ξανακοίταξα τον υπέροχο αυτό πίνακα που ζωγράφισαν κάποιοι άλλοι για λογαριασμό μου και η αναπάντεχη αίσθηση της χαράς ζωντάνεψε κάθε κύτταρο του κορμιού μου.
Ο λήσταρχος Νταβέλης και η Τσιριμπίμ-Τσιριμπόμ του με κοίταζαν κατευθείαν στα μάτια.
“Είστε οι φύλακες της ευτυχίας τους;” τους ρώτησα ψιθυριστά. Δεν μου απάντησαν, έγειρε το ένα πάνω στο άλλο κι εκεί, καταμεσής στη δαντέλα με τα αγριολούλουδα, αγκαλιάστηκαν.
Δεν βούρκωσα, παρά μόνο χαμογέλασα. Χαμογέλασα με το μεγαλύτερο χαμόγελο που μπορούσε να σχηματιστεί στο πρόσωπό μου και ένοιωσα τα μάτια μου να γεμίζουν φως.
Έστειλα από ένα νοητό φιλί στον κάθε ένα τους.
Στη μάνα μου και στον πατέρα μου.
Με είχαν υποδεχθεί στο χαρούμενο ”σπιτικό” τους, με όση αγάπη μπορεί να υπάρξει στις ψυχές αυτών που κάποτε έγιναν γονείς. Παρέσυραν κι εμένα μέσα στη χαρά τους και με γέμισαν με ευλογία και ελευθερία. Όπως τότε …
Τώρα ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Ούτε κόλλυβα, ούτε μνημόσυνα. Μόνο ένα γλέντι οικογενειακής χαράς, εμείς, τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Φόρο τιμής στην αγάπη τους και στην ελευθερία της ψυχής μας που μας έκαναν δώρο.
Ο λήσταρχος Νταβέλης και η Τσιριμπίμ-Τσιριμπόμ του συνέχισαν την ξάπλα τους στον ανοιξιάτικο ήλιο.
Τους έκλεισα το μάτι πονηρά, έριξα την τσάντα μου στον ώμο και με βήμα χοροπηδητό άρχισα να τραγουδάω το ρεφρέν απ’ το τραγούδι του Σαββόπουλου, μόλις ένα χρόνο μετά …
«Μη μιλάς άλλο για αγάπη η αγάπη είναι παντού
στην καρδιά μας στη ματιά μας τρώει τα χείλη τρώει το νου
όταν θα `χουμε υποφέρει καλημέρα θα μας πει
θα μας φύγει θα ξανάρθει κι όλο πάλι απ’ την αρχή»
Ντρανγκ ντρανγκ ντρανγκ ντρανγκ, ντρανγκ ντρανγκ ντρανγκ ντρααααανγκ
(Το ντρανγκ ντρανγκ είναι απαραίτητο για να δώσει έμφαση στη χαρά! Μην μου ξεχνιέστε.)