Ήταν άλλο ένα επαγγελματικό ταξίδι.  Ξέρεις, από αυτά που φτιάχνεις τις βαλίτσες σου μαζί με λίγη βαρεμάρα και ψεύτικα χαμόγελα ή στην καλύτερη, από αυτά που τα βλέπεις σαν σχολική εκδρομή με τους κολλητούς.  Πάντως το σκηνικό δεν άλλαζε, ήταν άλλο ένα επαγγελματικό ταξίδι.

Το βράδυ σε είδα στον ύπνο μου. Στεκόσουν στην πόρτα του υπνοδωματίου μου. Όμορφος, χαμογελαστός και καλοδιάθετος όσο ποτέ. Ήσουν χαρούμενος. Έτσι δεν σε είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Ίσως γιατί την κοινή ζωή μας τη ζήσαμε απομακρυσμένοι. Ίσως γιατί η μεταξύ μας κόντρα δεν μας άφησε να μοιράσουμε αληθινά χαμόγελα. Ίσως …

«Χαίρεσαι» αναλογίστηκα και κούνησα το κεφάλι με κατανόηση αλλά και με το πείσμα που μου δημιουργούσε η μόνιμη διαμάχη μας.

Το Συνέδριο τελείωσε με επιτυχία. Ο Βόλος μας είχε καλοδεχθεί, η αλήθεια είναι αυτή.  Ρουφούσαμε τα τσιπουράκια και μετά, σαν να μην τρέχει τίποτα δίναμε το επαγγελματικό μας παρών και το βράδυ, δώστου πάλι ξεχυνόμασταν μπουλούκι για να συνεχίσουμε τις σπονδές στους Θεούς και το ρίχναμε στο τραγούδι μέχρι το ξημέρωμα. Όλα πήγαν ρολόϊ.

Που και που, στο φως της ημέρας κοιτούσα τα κτήρια. Έψαχνα να βρω με τα μάτια κάτι που να μου θυμίσει έστω μισή από την μια ιστορία που μου είχες περιγράψει και αυτή με το ζόρι. Τίποτα, κενό. Μετά ανασήκωνα το βλέμμα κατά το βουνό προς την μεριά της Πορταριάς και πάλι τίποτα δεν ήταν δικό μου. Τίποτα δεν ήταν δικό σου. Ανασήκωνα λοιπόν τους ώμους αδιάφορα και σκεφτόμουν «όπως θες» και σου θύμωνα από την αρχή για όλα αυτά που ποτέ δεν μου είπες.

Η ώρα της επιστροφής είχε έρθει. Δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε στην Αθήνα. Οι αγρότες είχαν κλείσει τους δρόμους. Τα αυτοκίνητα δεν περνούσαν και το κρύο ήταν τσουχτερό. Η απόφαση πάρθηκε αμέσως. Συνεχίζουμε. Τι χαρά! Ανηφορίσαμε για την Πορταριά. Κρυφοκοίταξα στα μέσα μου και ηρέμισα. Ησυχία. Τα εσωτερικά μου ζιζάνια κοιμόταν ήρεμα. Ουφ!

Φτάσαμε στην πλατεία της Πορταριάς. Μαγεύτηκα. «Να μην ξεχάσω να πάρω γλυκά του κουταλιού», οι λιχούδηδες της Αθήνας καραδοκούσαν με τα κουτάλια όρθια!  Έψαχνα πάλι με το βλέμμα κάπου να σε βρω. Μπααα είχες κρυφτεί για τα καλά. Τι στην ευχή ήθελα και τα σκάλιζα δεν καταλάβαινα. Αφού δεν ήθελες γιατί αν ήθελες, θα με είχες πάει εσύ! Έλα τώρα, να λέμε και μερικές αλήθειες. «Συνεχίζουμε για Μακρυνίτσα, θα κατέβουμε μετά για φαγητό εδώ» είπε μια φωνή και έδειξε με το δάχτυλο προς την ταβέρνα που θα μας φιλοξενούσε.

Μάλιστα, Μακρυνίτσα. Έστρεψα τα μάτια μου προς τα εκεί. «… και κατέβηκα το βουνό τρέχοντας για να βρω τη μάνα μου, τι τα θες, μια σταλιά παιδί ήμουν» ήρθαν τα λόγια σου κατευθείαν στο νου. «Ώστε αυτό ήταν το βουνό που κατέβηκες!» Τώρα ναι, κάτι γινόταν. Μπορούσα να αρχίσω να έχω εικόνες. Φτάσαμε στη Μακρυνίτσα. Εκείνες οι πηγές μου πήραν το μυαλό αμέσως. Πήραμε το δρόμο ένα τσούρμο νοματαίοι και εγώ, άρχισα σιγά-σιγά να αποκόπτομαι. Να όχι πολύ, λίγα βήματα πιο πίσω. Κοίταγα τα καλντερίμια, τα σπίτια τα υπέροχα, αρχοντικά ε; και γέμιζε η ψυχή μου. Όχι μόνο από την ομορφιά αλλά κάτι μέσα μου ξύπναγε και ας μην το καταλάβαινα.

Αγοράσαμε όσα βότανα μπορούσαμε περισσότερα και πήραμε το δρόμο για την Πορταριά. Έστρεψα το βλέμμα μου προς τα πίσω. «Γεια σου» της είπα και ήταν σαν να μην με έβαζαν τα πόδια μου στο αυτοκίνητο. Την κράτησα στα μάτια μου όσο περισσότερο μπορούσα.

Το τραπέζι στο εστιατόριο ήταν ήδη στρωμένο. Δεν μέτρησα τα πόσα διαφορετικά πιάτα είχαμε παραγγείλει. Ξέρω μόνο ότι δεν ξεκόλλησα από τους λαχανοντολμάδες, τη φέτα, το ζεστό καρβέλι και το κρασί. Μάλλον δεν σήκωσα κεφάλι. Συμμετείχα με νεύματα του κεφαλιού και με εκείνο το μακρόσυρτο «μμμμ» που δηλώνει συγκατάβαση.  Ο κλήρος έπεσε σε εμένα για να κανονίσω το λογαριασμό.

«Μα ποιοι είσαστε;» ρώτησε ο κύριος Νίκος ο ταβερνιάρης, που καταμεσής της εβδομάδας ένα μπουλούκι κόσμου του άδειασε το μαγαζί. Αρχίσαν οι εξηγήσεις, τα Ω! και τα Α! για να καταλήξει «δώστε μου μια κάρτα σας παρακαλώ.» Χωρίς να το σκεφτώ άνοιξα την τσάντα μου και του έδωσα την επαγγελματική μου κάρτα. Κοίταγε μία την κάρτα μου, μια εμένα.
«Μα εσείς λέγεστε …»
«Ναι, ναι, ξέρω» απάντησα και τον κοίταξα λίγο συνωμοτικά.
«Είσαστε η εγγονή του …»
«Ναι» είπα ντροπαλά

Ο κύριος Νίκος άρπαξε το τηλέφωνο. Σχημάτισε έναν αριθμό και μέσα στην παραζάλη μου τον άκουσα να λέει,

«Πατέρα ξέρεις πια έχω εδώ;  την εγγονή του …»

Κι εκεί στα όρθια, στα ξαφνικά, και μια κοιλιά παραφουσκωμένη από τους λαχαντολμάδες, από έναν άγνωστο κύριο Νίκο, άρχισε πατέρα που λες, να ξεδιπλώνεται η ιστορία της δικιάς σου ζωής και των προγόνων μας.  Έμεινα βουβή. Δεν ήξερα τι να απαντήσω, γιατί ήταν λίγα αυτά που μου είχες πει.

«Να πας να δεις το σπίτι σου» σχεδόν με διέταξε ο κύριος Νίκος.»
«Έχει πουληθεί» είπα με ένα στεγνό χαμόγελο.
«Να πας να το δεις, εδώ κοντά είναι, πίσω από …» επέμεινε ο κύριος Νίκος και να σου, όλη η ιστορία του σπιτιού σου και της ζωής σου, άρχισε να ξεδιπλώνεται εκεί στα όρθια. Ανάμεσα σε λογαριασμούς, ρέστα και μια καρδιά που χτυπούσε γρήγορα.

Γύρισα και έκατσα στη θέση μου στο τραπέζι. «Τι έπαθες εσύ και χλώμιασες;» με ρώτησε ο Αντώνης, ο συνοδοιπόρος μου στο μακρύ ταξίδι της γεύσης του λαχανοντολμά. Τον κοίταξα και μέσα από τη θολούρα μου, τσάτρα πάτρα του είπα για τον κύριο Νίκο και το σπίτι. «Θα πας;» με ρώτησε με ενδιαφέρον «όχι» απάντησα με αποφασιστικότητα και πριν προλάβω να πάρω μια ανάσα, κούμπωσα το μπουφάν και γλίστρησα ήσυχα έξω από την ταβέρνα.

Ακολούθησα τις οδηγίες του κυρίου Νίκου κατά γράμμα με το κεφάλι σκυφτό. Ήθελα να μετρήσω τα βήματα αλλά ο αέρας της παγωμένης Πορταριάς δεν με άφηνε. Ψηλά το κεφάλι και τα μάτια να χορταίνουν από την ομορφιά και η ψυχή; Η ψυχή είχε παγώσει. Ήταν σαν να μην έπαιρνε ανάσα, σαν να περίμενε λουφαγμένη την επόμενη σκηνή. Έκανα αριστερά στο Θεοξένια και μετά πάλι αριστερά κι εκεί μπροστά στα μάτια μου το σπίτι με την μεγάλη καστανιά καθόταν και με κοιτούσε μουγκό. Κλειδαμπαρωμένο και μουγκό. Έκανα ένα βήμα μπροστά και ένα βήμα πίσω. Δεν ξέρω τι περίμενα, ούτε καν αν περίμενα. Ήθελα όμως να το δω γεμάτο κόσμο. Να τρυπώσω κι εγώ μέσα, να περιδιαβώ στους χώρους σου. Στους χώρους του παππού μου και του προπάππου μου. «Ώστε εδώ έκανες τα πρώτα σου βήματα; Εδώ μπουσούλισες; Εδώ οι πρώτες σκανταλιές; Και τα γλυκά του κουταλιού που έτρωγες στα κλεφτά και μετά παραγέμιζες τα βάζα με νερό σε αυτό το κελάρι ήταν;»

Όταν τα μάτια ξεκίναγαν να γίνουν ρυάκια άκουσα τη γνώριμη φωνή του Αντώνη «ώστε αυτό είναι;» με ρώτησε και με τη γνωστή του μαεστρία αποτράβηξε τις σκέψεις μου για λίγο από τα αναπάντητα ερωτηματικά μου.

Είχε έρθει η ώρα να φύγουμε. Μια τελευταία βόλτα στη γη τον Κενταύρων, να ανασαίνω όλο και πιο βαθειά το οξυγόνο μιας γης που ήταν η μισή μου ρίζα. Έριξα μια τελευταία ματιά στο σπίτι με τη μεγάλη καστανιά. «Θα ξανάρθω» μονολόγησα και ακούστηκε περισσότερο σαν απειλή παρά σαν υπόσχεση.

Ανακατεύτηκα μαζί με τους υπόλοιπους που έδιναν τη μάχη για το ποιος θα αγοράσει τα περισσότερα γλυκά του κουταλιού. Πήρα τα απαραίτητα και τρύπωσα με τη Βάσω στο αυτοκίνητο. «Κράτα τιμόνι» της είπα και έφερα το δάχτυλο στο στόμα «σσσσς». Βάλαμε αμίλητες βενζίνη στο βενζινάδικο που είναι στο αριστερό σου χέρι, πριν την έξοδο από την Πορταριά. Πήραμε την κατηφόρα παρέα με τον Iggy Pop να μας τραγουδάει  το The Passenger. Από τη θέση του συνοδηγού ακούμπησα το κεφάλι μου στο παράθυρο και άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα όλους αυτούς που ψάχνουν με αγωνία να βρουν τις ρίζες τους. Βλέπεις, έχει η ρίζα ένα κάλεσμα που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις. Που πρέπει να τη βρεις, να τη ζήσεις και να πορευτείς μαζί της. Έστω μόνο και μόνο να τη γνωρίσεις και τότε σου κάνει δώρο τις απαντήσεις στα τόσα ερωτήματά σου.

Έτσι όπως σουρούπωνε έστρεψα το βλέμμα μου προς τα πίσω. «Ξέρεις κάτι;» είπα στην συνταξιδιώτισσα μου. «Τώρα μόλις βρήκα την υπόλοιπη οικογένειά μου. Μόλις έπαψαν να είναι αδιάφορες ξεθωριασμένες φωτογραφίες σε όμορφα κάδρα. Τώρα ξέρω που κατοικοεδρεύουν οι ψυχές τους και που πήγε και κρύφτηκε ο πατέρας μου όταν εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Σκαρφαλωμένο θα τον βρεις, πάνω στη μεγάλη καστανιά να φτιάχνει σφεντόνες. Τώρα μόλις κατάλαβα αυτό τα άλλο μισό του εαυτού μου που κανείς δεν μπορούσε να μου εξηγήσει. Είμαι βλέπεις κι εγώ παιδί της γης των Κενταύρων.»

Καληνύχτα πατέρα, σιγά μην δεν σε έβρισκα!!!