Ήταν χειμώνας όταν αγόρασα αυτό το μικρό μενταγιόν με το στέμμα. Η αλήθεια ήταν ότι ούτε εγώ καταλάβαινα γιατί  η ματιά μου καρφώθηκε αμέσως σε αυτό. Τα αγαπημένα μου μπλιμπλίκια ήταν πάντα λιτά και συνήθως κατέληγαν σε μια καρδιά. Μα ένα στέμμα; Τι δουλειά είχα εγώ με αυτό; Παιδιάστικο μου φάνηκε, η ματιά όμως καρφωμένη εκεί. Ντρεπόμουν και λίγο, άκου στέμμα! «Μάλιστα, η πριγκίπισσα που το έσκασε από το παραμύθι» μουρμούρισα ειρωνικά.  Έφερνα για ξεκάρφωμα και μια βόλτα γύρω τριγύρω αλλά τα πόδια μου με ξαναγύρναγαν στο ίδιο σημείο. Ο σιωπηλός εσωτερικός μου εαυτός είχε πάρει το βλοσυρό του ύφος.

«Ε, παρ’ το επιτέλους, τι μας παριστάνεις την αδιάφορη;  ζαλίστηκα πια με τα σούρτα-φέρτα σου»
«Ναι αλλά στέμμα;» είπα δειλά,
«Αφού θέλεις να γίνεις Βασίλισσα» είπε ήρεμα, αργά, γεμάτος σιγουριά και με κοίταξε κατάματα.

Δεν κατάλαβα, στην αρχή έμεινα μόνο σε αυτό παιδιάστικο «θέλω να γίνω Βασίλισσα.»  Το φόρεσα στο λαιμό μου και δεν το αποχωρίστηκα. Καμιά φορά το χαΐδευα με τα ακροδάχτυλα και επαναλάμβανα «θέλω να γίνω Βασίλισσα.»

Από τότε πέρασαν έξι μήνες και στη διαδρομή μου για το πιο επώδυνο ταξίδι της ζωής μου, μετά από ένα λάθος τηλεφώνημα, από έναν κατά λάθος συγγενή, εισπράττοντας  ως ηθική ανταμοιβή το τσαλαπάτημα κάθε δικού μου «ιερού και όσιου»,  η Βασίλισσα επιτέλους έσπασε τις αλυσίδες της. Εμφανίστηκε μπροστά μου γυμνή, με ξέπλεκα τα μαλλιά και τα μάτια θολά, έσκιζε τις παλάμες με τα νύχια της και ούρλιαζε σαν άγριο πληγωμένο ζώο όσο πιο δυνατά μπορούσε.  Μήπως και την ακούσω, μήπως και με ταρακουνήσει.

«Σκότωσε επιτέλους το δεσμοφύλακα σου, με φιμώνει και εσένα σε γεμίζει πληγές. Κρατάει λόγχη δεν το βλέπεις;»

Αμ δεν κρατούσε μόνο λόγχη. Λόγχη και δηλητήριο μαζί, ένα σε κάθε χέρι.

Με χαμένο λίγο το νου, έσκυψα μέσα μου, ίσως για πρώτη φορά με την πρέπουσα σοβαρότητα και ειλικρίνεια. Αντίκρισα  και μέτρησα τις πληγές μου. Πολλές, πολλές σου λέω, σαν τις δικές σου, πολλές και γεμάτες πύον. Τις κοίταξα καλά-καλά και όταν τις ρώτησα ποιες είναι, μου απάντησαν με τα ονόματά τους. Τι, σου κάνει εντύπωση; Είχαν ονόματα! Όχι παραμυθένια και λουλουδιαστά, όχι! Ονόματα, αυτά των «δικών» μας ανθρώπων, αυτών που αγαπάμε, αυτούς που συγχωρούμε, σε αυτούς που κάνουμε τα στραβά μάτια και εύκολα λέμε «δεν πειράζει», «δώσε τόπο στην οργή», «μέχρι εκεί φτάνει», «να είσαι μεγαλόψυχη»  και άλλα τόσα εξουθενωτικά καταπιεστικά!   Ο καμαρωτός και υπερήφανος δεσμοφύλακας μόλις μου συστήθηκε με μια βαθιά υπόκλιση .  «Είμαι το ανύπαρκτο εγώ σου» είπε ειρωνικά και μου έδειξε και τον ένδοξο τίτλο του, «Κυρία», σκαλισμένο με χρυσά τεράστια γράμματα  έτσι ώστε να καταλαμβάνει κάθε σπιθαμή του μυαλού και της ψυχής μου.

Κοίταξα το δρόμο που ξεχυνόταν μπροστά μου, με ένα μυαλό κουβάρι και δυο μάτια να αναβλύζουν. «Κυρία» ε; και εκεί καταμεσής στο δικό μου πουθενά, ήταν σαν να μου έδωσε κάποιος το πιο βαρύ κλειδί της ψυχής μου, αυτό που θα ελευθέρωνε τη Βασίλισσα και θα άνοιγε όλες τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες του ψυχαναγκαστικού καθωσπρεπισμού μου. Το κλειδί είχε όνομα κι αυτό, το έλεγαν «Κυρία».

«Άνοιξε επιτέλους τις πόρτες» φώναζε η Βασίλισσα με τα ξέπλεκα μαλλιά και τις άνοιξα. Βρήκα τσουβάλια γεμάτα λάθη. Λάθος έννοιες, λάθος υποχωρήσεις, λάθος κατανοήσεις, λάθος πράξεις, λάθος φίλοι, λάθος αγάπες, λάθος συγγνώμες, λάθος δεν πειράζει, λάθος μικρά βηματάκια για να κάνω χώρο σε λάθος ανθρώπους, λάθος συγγενείς, λάθος επιλογές, λάθος μουγκαμάρες γιατί πάνω απ’ όλα είμαι «Κυρία» και μια Κυρία δεν φέρεται ποτέ όπως … ναι, για πες το! Πες το επιτέλους!

Ξεροκατάπια. Σκέφτηκα όλες αυτές τις Κυρίες. Αυτές που θαυμάζω. Αυτές που ξέρουν να κρατούν σωστά τον τίτλο τους και όχι να βαφτίζουν την υποχωρητικότητα και τη δουλοπρέπεια τους «Κυρία». Αυτές που δεν είναι τσόλια και συμπεριφέρονται τόσο όμορφα στον εαυτό τους όπως και στους γύρω τους αλλά πρωτίστως στον εαυτό τους! Κυρίες, που την αμορφωσιά του εσωτερικού τους εαυτού δεν την έκαναν παντιέρα για να στην τρίψουν στα μούτρα. Κυρίες, που δεν τους φταις γιατί έμαθες να τρως με μαχαίρι και πιρούνι και δεν είσαι ακόμα σκαρφαλωμένη στα δέντρα να τρως καρπούς . Κυρίες, που δεν κάνουν φασαρία,  φασαρία κάνει μόνο ο ντενεκές αγάπη μου.  Οι πραγματικές Κυρίες περνούν και προσπερνούν αφήνοντας πίσω τους ένα ανάλαφρο άρωμα και μια αρχοντιά που σε κάνουν, άθελά τους, να κατεβάζεις ταπεινά τα μάτια, όχι γιατί είσαι πλάσμα κατώτερο, ούτε οι ίδιες δεν σε βλέπουν έτσι αλλά γιατί αντιλαμβάνεσαι τα όριά τους και οι επιλογές τους είναι ξεκάθαρες. Είναι οι θαυμαστές Κυρίες της ζωής μας, γιατί η εσωτερική τους καλλιέργεια είναι επιλογή και τρόπος ζωής. Θα τις βρεις παντού γιατί κυκλοφορούν ανάμεσά μας, δεν κάθονται στο θρόνο τους γιατί πολύ απλά δεν τους χρειάζεται να αποδείξουν ποιες είναι κι όταν κάνουν κάποιο λάθος, ξέρουν να ζητούν όμορφες εγκάρδιες συγγνώμες και όχι να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, ούτε να βγάζουν νύχια.  Το γνωρίζουν οι ίδιες ότι είναι σπουδαίες και αυτό τους φτάνει. Σε μια Κυρία δεν σε παίρνει να κάνεις χοντράδες. Απλώς δεν σε παίρνει, γιατί πολύ απλά ξέρουν να σε βάλουν επιτόπου στη θέση σου με τον αέρα που τους αρμόζει κι έτσι που λες δεν τολμάς ούτε καν να το σκεφτείς!

Γύρισα και κοίταξα τη Βασίλισσά μου στα μάτια, «δεν ξέρω αν είμαι Κυρία, μαλάκα όμως με λες» σιγοψιθύρισα και την είδα να χοροπηδάει από τη χαρά της! «Επιτέλους» αναφώνησε «η ώρα της ελευθερίας μου πλησιάζει» και κοίταξε κατάματα τον προσωπικό μου δεσμοφύλακα.  «Λίγα τα ψωμιά σου μάγκα μου, η ώρα σου κοντοζυγώνει» του είπε όσο εγώ ανοιγόκλεινα τις πόρτες με τα λάθη μου.

Πέρασα αρκετές ημέρες κάνοντας παρέα καθισμένη στο κέντρο ενός κύκλου με τη Βασίλισσα, το δεσμοφύλακα, τις Κυρίες της ζωής μου, τα τσουβάλια με τα λάθη μου και άκουσα τις ιστορίες όλων τους, τις δικαιολογίες, τις μαλαγανιές τους.

«Θέλω να γίνω Βασίλισσα» αναφώνησα δυνατά και αποφασιστικά. Θέλω να γίνω Βασίλισσα στο βασίλειο της ζωής μου, στο 1,68 cm σαρκίο που κουβαλάω καθημερινά μαζί μου,  στη ψυχή μου που ξέρει να ζωγραφίζει καρδούλες, λουλούδια και αγάπες.

Έπιασα το κινητό μου τηλέφωνο και έβαλα μερικά πράγματα στη θέση τους. Έθεσα τα όρια μου σε αυτά που ονομάζω «ιερά και όσια» που είναι αυτά που κουβαλάμε μέσα μας. Τα λάβαρα της ζωής μας, για τα οποία θα δώσουμε τις μάχες μας, μέχρι τελικής πτώσεως. Πήρα το laptop αγκαλιά και έγραψα «δύο» λογάκια σε εκείνους που τους άξιζε, ανάλογα με το «πως» τους άξιζε. Τον τρόπο τον επέλεξαν οι ίδιοι με τις πράξεις τους όλα αυτά τα χρόνια. Ξέρω, θα ξανακάνω λάθη, καινούργια, το ξέρω. Βλέπεις ακόμα δεν έχω συνηθίσει το στέμμα στο κεφάλι μου, όλο μου πέφτει και δωσ’ του πάλι από την αρχή να το βάζω στη θέση του και αυτό να ξαναγλυστράει. Όμως ναι, με όσα λάθη κι αν κάνω, τώρα πια μέσα στο 1,68 cm βασίλειο του ύψους μου, η Βασίλισσα είμαι εγώ και ο δεσμοφύλακας με τη λόγχη και το δηλητήριο μόλις απολύθηκε!

 

photo: 101tatuajes.com