Σεπτέμβρης. Ένας βαθύς αναστεναγμός που καταλήγει σε μακρόσυρτο ουφ. Το γνωστό σφίξιμο στο στομάχι που συνοδεύεται από την απαραίτητη δόση μελαγχολίας. Το αφυδατωμένο δέρμα, οι σκισμένες φτέρνες και το τέλος των διακοπών. Οι παραφουσκωμένες βαλίτσες από τα άπλυτα και τις Αυγουστιάτικες αναμνήσεις. Μια πέτρα, ένα κοχύλι, ένα χαριτωμένο μπλιμπλίκι, που χώρο να σταθεί εδώ δεν έχει και ο φελλός από εκείνο το ιδιαίτερο κρασί που ήπιαμε σε εκείνο το μπαράκι, το πως το λένε, θυμάσαι; Το σχολείο τότε, το γραφείο τώρα, το υπόλοιπο του χρόνου που μένει για να ολοκληρωθούν οι στόχοι και οι υποσχέσεις που έδωσα στον εαυτό μου τις πρώτες ημέρες τις καινούργιας χρονιάς. Αποφάσεις που τηρήθηκαν και άλλες πολλές που τις στοίβαξα στο ντουλάπι με τα ξεχασμένα. Απολογισμός.

Κοίταξα τον Μαρκ που ζουζούνιζε μέσα στο σπίτι. Έφτιαχνε τα ρούχα του, τα χαρτιά του και βιαζόταν · βιαζόταν να πάει στο γραφείο του κι ας ήταν Κυριακή. Την προηγούμενη ημέρα, μέσα στο πλοίο, είχε βγάλει το σημειωματάριο και έγραφε. Οργάνωνε το μυαλό του, τη δουλειά του. Επαναπροσδιόριζε στόχους, κινήσεις, συνεργασίες και αποφάσεις. Εγώ πάλι, χάζευα την απεραντοσύνη της θάλασσας, τα σκάφη που τριγύριζαν αφήνοντας πίσω τους εκείνη την όμορφη λευκή γραμμή. Τον ήλιο, που λίγο πριν κάνει τη θεαματική του βουτιά, βάφει πρώτα την επιφάνεια του νερού με το πορτοκαλί χρυσάφι του ουρανού. Ραστώνη.

«Μα καλά, εσύ δεν στενοχωριέσαι που τελείωσαν οι διακοπές» τον ρώτησα.
Σήκωσε το κεφάλι του, άφησε το στυλό κάτω και με κοίταξε μέσα στα μάτια. «Όχι, γυρίζουμε πίσω για να σχεδιάσουμε το επόμενο ταξίδι μας και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να το πραγματοποιήσουμε» είπε και ξαναγύρισε στα χαρτιά του.

«Να σχεδιάσουμε το επόμενο ταξίδι μας και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να το πραγματοποιήσουμε». Από χθες, η φράση αυτή τριγυρνάει διαρκώς μέσα στο μυαλό μου. Ο ρεαλισμός του Μαρκ και ο προγραμματισμένος του εγκέφαλος μου την δίνουν στα νεύρα. Από την άλλη πλευρά όμως, μήπως τελικά είχε δίκιο; Ο τρόπος που βλέπει τη ζωή διαφέρει τόσο από το δικό μου. Καταπιάστηκα να απαριθμώ τα «αρνητικά» του για να νοιώσω καλύτερα αλλά και καλύτερη και τελικά έπεσα φαρδιά πλατιά μέσα στην φάκα που έστησα η ίδια, ακούγωντας τον εσωτερικό μου εαυτό να χαχανίζει κοροϊδευτικά.

Ο Μαρκ έφυγε χαρωπός για το γραφείο του, σχεδόν χορεύοντας. Τον λες και ζαβό. Η αφεντιά μου από την άλλη, ήταν αντιμέτωπη με μια Κυριακή που θα μπορούσα να κάνω ότι τράβαγε η ψυχή μου. Δηλαδή τι; Τα βάλω τα ρούχα στο πλυντήριο και να φτιάξω μια μοσχομυριστή μακαρονάδα με σάλτσα βασιλικού. Να αναδομήσω τον εαυτό μου μέσα και έξω, για την επόμενη ημέρα στο γραφείο. Καθωσπρεπισμός και βαρεμάρα. Πόσο ανούσια και τετριμμένα ήταν όλα αυτά και γιατί κάθε Σεπτέμβρη είχα ακριβώς τα ίδια συναισθήματα; Της βαρεμάρας, του ωχ πάλι τα ίδια, της δουλειάς που μοιάζει με δουλεία και όχι με απόλαυση και της ατέρμονης εσωτερικής μου γκρίνιας. Πάνω απ’ όλα όμως αυτή η αίσθηση ότι δεν ανήκω εδώ. Ότι η ζωή  μου θα έπρεπε να είναι κάπως αλλιώς. Ναι αλλά πως;

Μέσα στα «αρνητικά» που καταλογίζω στον Μαρκ, είναι η ξεκάθαρη επιθυμία του να περάσει καλά στη ζωή του αλλά και στη δουλειά του. Μα τώρα είμαι σοβαρή; Είναι αρνητικό να θέλει ένας άνθρωπος να περνάει καλά στη ζωή του; Έπιασα το εσωτερικό μου κουβάρι και ξέχασα, τάχα δήθεν, τα ρούχα στις βαλίτσες.  Αποφάσισα ότι τα μεζεδοπωλεία χρειάζονται την οικονομική μας συμπαράσταση και έτσι, άφησα τις κατσαρόλες στην ησυχία τους, γιατί και αύριο μέρα είναι και στρογγυλοκάθισα στον καναπέ με μια κανάτα καφέ, χωρίς τύψεις. Έκανα αυτό, που ο Μαρκ για να με βοηθήσει, μου λέει κάθε τόσο σε άψογα ελληνικά «έλα να κάνουμε brainstorming» κι εγώ τον γράφω επιδεικτικά και κανονικότατα.

Πήρα όλα τα απαραίτητα εργαλεία υψηλής τεχνολογίας για να καταλήξω τελικά αγκαλιά με ένα τσαλακωμένο μπλοκ και ένα δαγκωμένο μολύβι. Έγραφα, έγραφα και τελειωμό δεν είχα. Από τα ψώνια της επόμενης ημέρας μέχρι σεμινάρια, που ανακάλυψα ότι θα ήθελα να παρακολουθήσω, που ένοιωσα ότι θα με κάνουν λίγο καλύτερη και θα προχωρήσω άλλο ένα βήμα πιο μπροστά. Ψάχνοντας, διαβάζοντας, σκαλίζοντας με πήρε η νύχτα και χωρίς να το καταλάβω η μελαγχολία του Σεπτέμβρη μετατράπηκε σε ενθουσιασμό. Άνοιγα πόρτες, δημιουργούσα καινούργιες ευκαιρίες και που θα με οδηγήσουν όλα αυτά; ακόμα δεν γνωρίζω. Η μαγεία όμως στο ταξίδι των ευκαιριών είναι ακριβώς αυτό, το άγνωστο. Θυμήθηκα ότι ο κόσμος εκεί έξω δεν σταματάει ποτέ να δημιουργεί, να ονειρεύεται και να ανθίζει ξανά και ξανά. Να πέφτει, να σηκώνετε, να τσαλακώνετε και  με ένα τίναγμα να συνεχίζει. Αιώνιοι ταξιδιώτες.

Σεπτέμβρης λοιπόν και για πρώτη φορά με βρήκε ενθουσιασμένη και δημιουργική. Η Δευτέρα που ξημέρωνε θα φόραγε για το χατίρι μου τα καλά της.

«Τι έκανες σήμερα;» με ρώτησε με απορία ο Μαρκ το βράδυ παρατηρώντας μόνο με το βλέμμα ότι οι βαλίτσες δεν είχαν αλλάξει θέση, οι κατσαρόλες παράμεναν κρυμμένες στο ντουλάπι και το χαμόγελό μου ήταν πιο φωτεινό και άτακτο και από το χαμόγελο ενός ζαβολιάρικου παιδιού.

«Ξεκίνησα» απάντησα και του εξήγησα την νοερή μονοήμερη εκδρομή μου στο ταξίδι των ευκαιριών, παρέα με ένα μπουκάλι ροζέ κρασί και αυτοσχέδια μεζεδάκια.

Ευτυχώς, είναι Σεπτέμβρης!

https://www.youtube.com/watch?v=9rbdZ_2JzLs