Με τον πάνω όροφο είχα τελειώσει. Τα πράγματα είχαν μπει ήδη σε κούτες. Κατέβηκα τη σκάλα με φούρια. Δεν θα άφηνα τα συναισθήματα να με κατακλύσουν. Έπρεπε να τελειώσω με τη μετακόμιση. Μόνο αυτή η έντονη μυρωδιά της κλεισούρας και η υγρασία μου θύμιζαν ότι κάποτε, αυτό το σπίτι ήταν γεμάτο από φως και χαρούμενα πρόσωπα.
Τα πόδια μου με πονούσαν. Κάθισα δίπλα στο τζάκι να ξαποστάσω. Ένα μπλε σχολικό τετράδιο με τσαλακωμένο το εξώφυλλο ήταν παρατημένο δίπλα μου. Πήρα το τετράδιο στα χέρια μου. Το άνοιξα και το ξεφύλλισα αφηρημένη. Λογαριασμοί. Πόσα πήρε ο κηπουρός, η Αθηνά που καθάριζε το σπίτι, πόσα ξόδεψε για τις τροφές των γατιών. «Μα τι κράταγες;» αναρωτήθηκα και έκανα να πετάξω το τετράδιο στα σκουπίδια. Το φυλλομέτρησα στα γρήγορα και βρέθηκα, ανέτοιμη, να διαβάζω ένα κείμενο, χωρίς προσθαφαιρέσεις.
«Η μικρή, μετά από χρόνια, ήρθε να περάσουμε τα γενέθλιά της παρέα. Πήγαμε δίπλα, στο μαγαζί με τα χειροποίητα αντικείμενα που τόσο αγαπούσε. Πάρε ότι θέλεις, δώρο για τα γενέθλιά σου της είπα, όταν την είδα να κοιτάζει μαγεμένη τις συρμάτινες πεταλούδες. Είχε σταθεί κάτω από το τεράστιο κλαδί και τις χάιδευε μία-μία, σαν να μην ήξερε ποια να πρωτοδιαλέξει. Είναι ακριβές και δεν υπάρχει λόγος, είπε και στράφηκε στα πολύχρωμα βραχιόλια. Να αυτό είναι ότι πρέπει, μονολόγησε και το φόρεσε στα γρήγορα. Όταν έφυγε από το νησί πήγα ξανά στο μαγαζί και της αγόρασα μια πεταλούδα. Ήθελα κάθε φορά που βλέπει τα μεγάλα της φτερά, να θυμάται ότι μπορεί να πετάξει όσο μακριά θέλει· χωρίς να φοβάται.»
Η πεταλούδα που έχω πάνω στο τζάκι σκέφτηκα και διπλώθηκα από τα αναφιλητά και ήταν σαν να είναι εκεί και να με κοιτάζει. Η μητέρα μου. Έστρεψα το βλέμμα στον άδειο χώρο, στο σπίτι της. Διέλυα ότι εκείνη δημιούργησε. Έκλαιγα, μέτραγα και αναρωτιόμουν, «χωράει μια ζωή σε εννέα κούτες και δύο βαλίτσες;»