Έχω μεγάλο σόι. Πολύ μεγάλο. Ο ένας παππούς είχε οκτώ εν ζωή αδέλφια. Οκτώ εν ζωή, γιατί η προγιαγιά μου η κουνέλα είχε κάνει δώδεκα! Αυτά τα οκτώ αδέλφια, γεννοβόλησαν από δύο τρία παιδιά το καθένα, δηλαδή, χωρίς να τους μετρήσω όλους, δεκαέξι θείους και θείες στην πρώτη γραμμή και αυτοί οι δεκαέξι, είχαν δεν είχαν πολλαπλασίασαν το είδος τους επάξια. Από δύο τρία κουτσούβελα ζωή να έχουν. Για κάνε την πράξη, ναι σωστά τα μετράς, τριάντα δύο το λιγότερο ξαδέλφια. Από τη μια μου ρίζα, βάλε και την άλλη, αυτή της γιαγιάς, μέτρα και του πατέρα… Εμ γι’ αυτό σου λέω, εμείς δεν είμαστε οικογένεια, διαδήλωση είμαστε!
Ανάμεσα σε αυτή τη μεγάλη αγέλη των συγγενών, είχα μια ξαδέλφη πολυαγαπημένη και λίγο μεγαλύτερη. Λέω είχα, γιατί πια δεν λογίζεται σαν άνθρωπος καρδιάς. Έτσι επέλεξε.
Μεγαλώσαμε μαζί. Την θαύμαζα, την αγαπούσα, την καμάρωνα, ήταν η αδελφή που δεν είχα. Το σπίτι της, σπίτι μου και το σπίτι μου σπίτι της. Το κρεββάτι της κρεββάτι μου και το δικό μου δικό της.
Θυμάμαι … αλήθεια φτάνει μια εγκυκλοπαίδεια για να κλείσει μέσα της τις αναρίθμητες παιδικές μνήμες;
Φτιάχναμε ένα χυλό από αλεύρι και νερό και παλεύαμε να ταΐσουμε τις κούκλες. Είχα μια τεράστια αγάπη στα λούτρινα ζωάκια. Με αυτά κοιμόμουν αγκαλιά, η ξαδέλφη μου πάλι είχε ένα ζευγάρι όμορφες μαλακές κούκλες που της είχαν φέρει από την Αμερική. Τις άλλες τις πλαστικές, έτσι και έπεφταν στα χέρια μου τις αποκεφάλιζα γιατί ήταν άψυχες κι εκείνα τα μπλε μάτια με τις τεράστιες ξανθιές βλεφαρίδες που ανοιγόκλειναν με τρόμαζαν. Παρ’ τες κάτω λοιπόν!
Η ξαδέλφη μου ήταν η λιχούδο της παρέας. Θυμάμαι τις επιδρομές που κάναμε στο ψυγείο. Έτσι και βρίσκαμε κοκ, σου ή εκλέρ, τους αλλάζαμε τα φώτα! Εγώ πάλι είχα μια τρελλή αδυναμία στο αυγό το χτυπητό με τη ζάχαρη. Έτσι λοιπόν μια μέρα, κατακαλόκαιρο στο νησί, τρύπωσα στα κρυφά στην κουζίνα και χτύπησα τόσα αυγά που ακόμα και σήμερα όταν το σκέφτομαι με πονάει η κοιλιά μου!
Μια που ήμουν η πιο μικρή, προσπαθούσε να με προστατέψει από την «οργή» των αγοριών. Πάντα βρίσκαμε τον τρόπο τελικά να ξεφεύγουμε από την προσοχή τους, έστω για λίγο, γιατί ήμασταν οι δυο πριγκηπέσες που είχαν να πάνε στο χορό και έπρεπε να ασχοληθούμε με τα φουστάνια μας, έπαιρνα χαρτί και μολύβι και τσάτρα πάτρα εκεί χωμένες μέσα σε θάμνους και ξαπλωμένες κάτω από τα μεγάλα δέντρα, με τις πευκοβελόνες να μας τρυπάνε τα πόδια, παλεύαμε να βάλουμε στην φαντασία μας χρώματα και ονειρευόμασταν τον πρίγκιπα που θα ερχόταν!
Το πρωί γινόμασταν πλάσματα της θάλασσας. Άλλοτε γοργόνες και άλλοτε σειρήνες και υφαίναμε με το νου τα ρούχα μας, με αστερίες και κλωστές από τις ηλιαχτίδες και το παραμύθι μας δεν τελείωνε ποτέ, ίσως μόνο με την επιστροφή στα θρανία.
Τα βράδια πηγαίναμε στο χωριό με τον παππού και τη γιαγιά. Για μια βόλτα ή για ένα καλαμάκι στο χέρι. Αν ήμασταν τυχερές και για ένα παγωτό χωνάκι. Μόλις παίρναμε την πρώτη στροφή, τα πάντα σκοτείνιαζαν. Το μόνο που έφεγγε το διάβα μας ήταν το φως του φεγγαριού και οι πυγολαμπίδες που λαμπύριζαν ανάμεσα στους θάμνους. Αν πεις ότι έπιανε κανέναν αεράκι… οι σκιές των δέντρων γινόταν τεράστια θεριά και άπλωναν τα κλαδιά τους για να μας αρπάξουν και το θρόισμα των φύλλων ακουγόταν σαν το μουρμουρητό της κακιάς μάγισσας. Τρέχαμε να σωθούμε, με την ανατριχίλα να ανεβοκατεβαίνει στο κορμί μας, την καρδιά να βροντοχτυπάει και κάναμε κρυψώνα τα μπράτσα του παππού που έμοιαζαν με φτερούγες. Αργότερα, έχοντας μάθει ένα τραγουδάκι στο σχολείο, το τραγούδαγα τόσο δυνατά, που ακόμα κι αν υπήρχε η κακιά μάγισσα θα το είχε βάλει στα πόδια από τη φάλτσα μου φωνή.
Δυο μεγάλοι ποντικοί
στρούλι πουρόμ στρούλι πουρίμ.
Βγήκαν έξω για σεργιάνι
στην αυλή του μπαρμπα – Γιάννη.
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί
στρούλι πουρόμ στρούλι πουρίμ…
Πέρασαν πολλά χρόνια που το τραγούδι αυτό ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των ατελείωτων καλοκαιρινών μας στιγμών. Ήρθαν οι πρώτοι έρωτες, στρούλι πουρόμ στρούλι πουρίμ, οι πρώτες απογοητεύσεις, στρούλι πουρόμ στρούλι πουρίμ. Τα πρώτα μας ξενύχτια, οι πρώτες μας αντιζηλίες, οι όρκοι πως ότι και να γίνει εμείς θα είμαστε πάντα δύο χαρούμενοι ποντικοί και θα χοροπηδάμε για το κάθε τι. Τις κοπάνες που κάναμε από τα παράθυρα για να πάμε στο κλαμπ. Τα ρολόγια, που γυρνάγαμε τους δείκτες προς τα πίσω όταν νυχοπερπατώντας μπαίναμε στο σπίτι λίγο πριν χαράξει και παρακαλούσαμε να βγάλει το σκασμό ο κόκορας της γειτόνισσας! Τους μαξιλαροπόλεμους και το ζαχαρούχο γάλα που τρώγαμε με το δάχτυλο. Τα πρώτα νυχτερινά μπάνια και οι φωτιές στη παραλία μπροστά από το σπίτι με φόντο την πανσέληνο και το μονοπάτι του έρωτα, που δεν εννοούσαμε να μην κολυμπήσουμε κατά μήκος του.
Τους δύστυχους γειτόνους μας, που παίρναμε τα πεπόνια τους ενός και τα αφήναμε στα καρπούζια του άλλου και το ανάποδο! Τα αυγά τα τηγανιτά με τις πατάτες και τις λαδομπουκιές μέσα στη χωριάτικη, σαν γνήσιοι ποντικοί, όλα από το μποστάνι και τα πρώτα πειράματα με τη μαγειρική. Οι μαζώξεις του μεγάλου θείου, με τις κιθάρες και τον κόσμο να πηγαινοέρχεται. Η μυρωδιά από τα νυχτολούλουδα και τα γιασεμιά και τα πρώτα κλεφτά φιλιά πίσω από τους λόφους με τις καλαμιές. Τις βόλτες με τα ποδήλατα μέσα στην απεραντοσύνη της φύσης και τη μέλισσα που σε τσίμπησε στο μάτι και σου έφταιγα εγώ! Τα κλάματα και τις αγκαλιές και τις ατελείωτες νύχτες που χορεύαμε σαν παλαβές μέχρι να φέξει ο ήλιος. Τα γράμματα που μου έστελνες από το εξωτερικό όταν πήγες για σπουδές, για εκείνο το ρυζάκι της θείας Αγγελικής που δεν πρόλαβες να φας και το σκεφτόσουν κάθε φορά που το χαρτζιλίκι τελείωνε και τη φέτα. «Μα πως ζουν χωρίς φέτα;» αναρωτιόσουν και μόλις γύρναγες πίσω … στρούλι πουρόμ στρούλι πουρίμ…
Αναρωτήθηκες ποτέ πως τελειώνει το τραγούδι με τους δυο μεγάλους ποντικούς; Έλα να σου πω,
Πάνε οι καημένοι οι ποντικοί
πάνε καήκαν, τσουρουφλιστήκαν
κι απ’ τον ασβέστη δεν ξαναβγήκαν…
Έτσι κι εδώ. Όταν παίζεις με τον ασβέστη κάποια στιγμής θα καείς, γιατί ο ασβέστης δεν δίνει ευκαιρίες παρά μόνο οι άνθρωποι, φτάνει μόνο να μην τους μετατρέψεις σε ασβέστη κι εσύ αγαπημένο μου ποντίκι έτσι επέλεξες. So long λοιπόν…
photo: House Mouse Design