Πετάχτηκες με τις πιτζάμες σου, αναμαλλιασμένη και ήρθες βαριανασαίνοντας στο δωμάτιο.
«Η ζακέτα… έφυγε»
«Έφυγε και που πήγε;»
«Πήγε στο φούρνο»
«Μα μπορεί να πάει η ζακέτα μόνη της στο φούρνο;»

Άρχισες να μου φωνάζεις, όπως τότε, όταν ήμουν μικρή κι έκανα αταξίες. Εσύ πήρες το ύφος του γέρο-στρατηγού κι εγώ καθόμουν να σε κοιτάω υπομονετικά. «Θα περάσει κι αυτό» αναλογίστηκα.

«Ναι έφυγε, πρέπει να πας να την βρεις και να την φέρεις πίσω.»

Για κακή μου τύχη συμφώνησα ή τέλος πάντων για κάποιου είδους τύχης συμφώνησα. Όλο το βράδυ ζούσαμε με την αγωνία της ζακέτας. Εκεί κατά το ξημέρωμα άρχισε να μου στρίβει. «Βρε λες να έφυγε η ζακέτα; Κι αν έφυγε, ποια ζακέτα έχει φύγει άραγε;» Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Χιόνιζε και δεν μπορούσα να βγω έξω.

Εκεί που έλεγα ότι τα πράγματα για εκείνο το βράδυ είχαν αρχίσει να ηρεμούν, να σου πάλι στο κατώφλι της πόρτας με τα μάτια σου να γυαλίζουν.

«Επιτέλους θα πας να φέρεις τη ζακέτα;» ούρλιαξες. Το μυαλό μου γύρισε ανάποδα.  Ήταν λες κι ένα τσούρμο με πρόκες μου τρύπαγαν το κεφάλι.
«Ποια ζακέτα; Ποιό χρώμα; Πες, δείξε μου» τώρα ούρλιαζα εγώ. Ούρλιαζα απ’ έξω μου και έβριζα από μέσα μου.
«Η πράσινη» απάντησες εκνευρισμένη για το ξέσπασμά μου.
«Μα την πράσινη την φοράς» είπα και πήγα στην ντουλάπα σου και κατέβασα όλες τις ζακέτες.
«Μπορεί να πάει μια ζακέτα μόνη της στο φούρνο;» είπα και τις πέταξα στο πάτωμα ζώντας μέσα στη δικιά μου τρέλα και απόγνωση. Με κοίταξες με παράπονο.  Με ξέσκισαν οι ενοχές.

«Θα πάω» σου απάντησα «στο υπόσχομαι θα πάω το πρωί, να κοίτα τώρα χιονίζει και δεν μπορώ να βγω έξω» και σε πήρα από το χέρι σαν να ήσουν μωρό και πήγα να σε βάλω για ύπνο. Το χιόνι ήταν η μόνη λογική απάντηση που μπόρεσες να καταλάβεις.

«Να πάρεις τηλέφωνο το φούρνο να μας κρατήσουν τη ζακέτα» είπες και απλώς σε σκέπασα.

Το πρωί το είχε στρώσει.  Αναλογίστηκα πως αν ήμουν παιδάκι θα πετούσα από τη χαρά μου. Κλειστά τα σχολεία, τι χαρά! Για εμένα όμως, χαρά ήταν να πάω στο γραφείο ακόμα και πατινάροντας με το αμάξι πάνω στον πάγο, φτάνει να ξέφευγα μέσα από αυτό το θέατρο του παραλόγου που ζούσαμε καθημερινά, μαζί, οι δυο μας. Περπατώντας στα ακροδάχτυλα έφτιαξα τον πρώτο καφέ της ημέρας. Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω.  Ίσως ο ύπνος σε έκανε να ξεχάσεις. Ήταν όμως και η δικιά μου ανάγκη  για ένα ήρεμο πρωινό, για μια ολόκληρη ανάσα. Ζούσα ή με είχες πάρει μαζί σου;

Στη δεύτερη γουλιά καφέ εμφανίστηκες ξοπίσω μου σαν το φάντασμα.

«Εμείς οι δύο έχουμε μια εκκρεμότητα» μου είπες και με κοίταξες αυστηρά.

Δεν σου απάντησα, δεν είχα κουράγιο. Κατέβασα το κεφάλι. Συνέχισες να μιλάς μόνη σου. Έτσι κι αλλιώς στον δικό σου κόσμο χωράς μόνο εσύ, κανείς άλλος δεν μπορεί να σε συντροφεύσει.

«Να πας στο φούρνο» με διέταξες.
Κούνησα το κεφάλι καταφατικά.
«Τι θέλεις να σου πάρω;»
«Χάθηκε η ζακέτα και όπως μπαίνεις θα κάνεις …»
εκεί έχασες τις λέξεις και μου έδειχνες με το χέρι σου την κατεύθυνση προς τα δεξιά.
«Ναι θα πάω» είπα κουρασμένα.
«Να βρεις την ομπρέλα»
«Ποια ομπρέλα;»
ρώτησα έντρομη.
«Μα την ομπρέλα» μου απάντησες με φυσικότητα και συνέχισες, «έφυγε χθες το βράδυ και χάθηκε στο δρόμο, πήγαινε στο φούρνο και είπες ότι θα πας, το είπες»
«Ναι βέβαια θα πάω»
«Είναι εκεί με τα κου…, κου…, ξέρεις εσύ, στον πάγκο»

Ντύθηκα και πήγα στο αυτοκίνητο, πήρα τη μεγάλη κόκκινη ομπρέλα και στην έφερα στο σπίτι.

«Να η ομπρέλα» σου είπα όλο χαρά «στην έφερα»
«Δεν είναι αυτή»
απάντησες εξοργισμένη.
«Και ποια είναι; αυτή έφυγε χθες» είπα προσπαθώντας να μπω στον κόσμο σου. Να ανακαλύψω τις διαδρομές του μυαλού σου, να μπορέσω να σε καταλάβω. Να μπορέσω να σε ηρεμήσω. Να μπορέσω κάτι τέλος πάντων, κάτι που ούτε κι εγώ δεν είμαι σε θέση να το εξηγήσω.

Την άλλη ημέρα η ζακέτα με την ομπρέλα έγιναν ένα μικρό καλάθι μέσα σε ένα μεγάλο καλάθι που είχε τρεις τρύπες και εγώ η ανεπρόκοπη δεν είχα μπορέσει να τις κλείσω κι εσύ μου φώναζες. Την ίδια ημέρα αργότερα, η ομπρέλα μπήκε μέσα σε μια κατσαρόλα και κάρφωσε τρεις βίδες και οι βίδες δεν άφηναν το φαγητό να μπει στην κατσαρόλα και θα το κατέστρεφαν. Περνώντας οι ημέρες, άρχισα σιγά-σιγά να καταλαβαίνω γιατί ο Ευγένιος Τριβιζάς γράφει τόσο υπέροχα παραμύθια και γιατί όσο μεγαλώνω, τον καταλαβαίνω και τον εκτιμώ περισσότερο.

«Τι έχεις;» σε ρωτάω όταν τα μάτια σου λένε ότι βρίσκεσαι εδώ, μαζί μας.
«Χάνω το μυαλό μου» απαντάς.

Κάνεις μια διαδρομή μόνη σου. Σε αυτή τη λεωφόρο του χαμένου μυαλού κανείς δεν μπορεί να σε ακολουθήσει. Δεν ξέρω αν το επέλεξες ή αν σου έτυχε. Είναι φορές που σε κατηγορώ. Βλέπεις ο ρόλος του παιδιού μας συνοδεύει πάντα, τουλάχιστον μέχρι να σας χάσουμε. Άλλες φορές πάλι, αναλαμβάνοντας τη θέση του ενήλικα, απλώς σε κανακεύω γιατί ξέρω ότι δεν φταις. Τις περισσότερες φορές όμως είμαι θυμωμένη. Έχασα από τη ζωή μου εκείνο το αγέρωχο πλάσμα, με τα καλά και τα όποια στραβά του, με τους εγωισμούς και τα πείσματα, με όσα έτσι και με άλλα τόσα αλλιώς . Για μένα ήσουν η ηρωίδα μου, που τώρα λες και την τσάκωσε στην σπηλιά του ο κακός μάγος του στοιχειωμένου δάσους και της ξεφλουδίζει το μυαλό και την ψυχή.

Σου εύχομαι να φύγεις για το μεγάλο ταξίδι. Ειρηνικά,  όταν στο μυαλό και στην ψυχή σου θα υπάρχει η ζεστασιά μιας υπέροχης λιακάδας. Σου εύχομαι να φύγεις, για να συναντήσεις ξανά εκείνο ξέγνοιαστο το κορίτσι που ήσουν κάποτε. Σου εύχομαι να φύγεις, γιατί οι ψυχές οφείλουν να ζουν ελεύθερες και όχι να περιπαίζονται μέσα στο σκλαβοπάζαρο του σάπιου τους, τώρα πια μυαλού.

«Φύγε και πέτα σαν πουλί» μου είχες πει κάποτε. Τώρα λοιπόν το λέω εγώ σε εσένα. «Φύγε και πέτα σαν πουλί μάνα» και ξέρω πάντα που θα σε βρω. Στην ουρά της μεγάλης Άρκτου, στο μεσαίο αστέρι.  Έτσι συμφωνήσαμε.

10 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Πόσο όμορφη περιγραφή και πόσο αληθινή πραγματικά σε ευχαριστώ ειλικρινά γιατί δυστυχώς το ζω και εγώ με την μανούλα μου όχι ακόμα σε αυτό το σημείο ευτυχώς αλλά υπάρχει είναι εδώ η άνοια ξεχνάει επαναλαμβάνει δέκα φορές τα ίδια και τα ίδια εγώ κάθε φορά κάνω ότι τα ακούω πρώτη φορά αλλά δεν με νοιάζει αρκεί να μου μιλάει να με γνωρίζει να μου λέει σε αγαπάω πολύ είσαι το στήριγμα μου τη λατρεύω μανούλα μου σε αγαπώ αφάνταστα θα είμαι δίπλα σου ακόμα και αν δεν με γνωρίζεις εύχομαι να μην συμβεί αυτό γρήγορα γιατί όπως σου λέω συνέχεια εμένα ποιος θα με παίρνει αγκαλίτσα και θα με κουσκουνιζει είναι η λέξη μας που σε κάνει και μένα και σένα ευτυχισμένη να αγαπάμε τους γονείς μας να τους προσέχουμε γιατί ο χρόνος μετράει αντίστροφα και ούτε να το σκεφτώ δεν θέλω ότι θα φύγει και μόνο που το γράφω κλαίω πολύ με συγκινήσες με την ιστορία σου με έκανες να κλάψω να σκεφτώ σε ευχαριστώ πολύ πολύ

    • Το ευχαριστώ είναι δικό μου και μεγάλο. Όταν έγραφα το κείμενο την είχα ακόμα, έγραφα και έκλαιγα, έκλαιγα κι έγραφα και θα συνεχίσω να το λέω, ό,τι πιο πολύτιμο αφήνουν πίσω τους είναι το δώρο της αγάπης και της ζωής. Ας μην τα σπαταλάμε άδικα. Μια αγκαλιά και από εμένα στη μητέρα σας, ίσως γιατί μου λείπει πολύ η δικιά μου. Να έχουν μια φωτεινή συνέχεια σαν ολόγιομο φεγγάρι. Βούρκωσα με αυτά που μου γράψατε …

    • Να τον κρατήσεις μέσα σου με αγάπη. Είναι το δώρο του! Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο.

  2. Πραγματικά είναι υπέροχο να διαβάζω τα κείμενα σου…κατακλυσμιαία συναισθήματα ξεπηδούν, σήμερα υγράνθηκαν τα μάτια, μα ζεστάθηκε η ψυχή.. Και σίγουρα είναι κάτι που μένει, που ξέρω πως θα με ακολουθεί, σαν την ιστορία της θείας με τα πάρτυ – ρεφενέ, που γραψες.. Χρειάζεται πολύ αγάπη , πολύ δύναμη η υπέροχη και τόσο απλή , μα μοναδική ζωή μας.. Αγάπη στο κάθε τι.. κι εσύ την έχεις πάρει απλόχερα. Σ ευχαριστώ που έγραψες και που μας κοινώνησες αυτό που έγραψες.. Αυτή η ζακέτα να ξέρεις, μοίρασε αγάπη.. μύρισε αγάπη.. στοργή.. Ελλάδα.. εμάς
    .

    • Αλέξη σε ευχαριστώ για τα τόσα όμορφα λόγια σου. Αυτές οι σχέσεις με τους δικούς μας ανθρώπους κρύβουν μεγάλη αγάπη ακόμα κι όταν αυτή μας “πονάει.” Είναι το χάρισμα και η κατάρα της ελληνικής οικογένειας. Σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σου. Να έχεις μια όμορφη ημέρα.

  3. Με θλίβει η ιδέα ότι όταν θα φτάσουμε κι εμείς στην αντίστοιχη κατάσταση δεν θα έχουμε την κόρη μας (έστω και θυμωμένη, εκνευρισμένη, όχι απαραίτητα μόνο με μας)για να μας πιάσει με αγάπη το χέρι και να μας ξεπροβοδίσει για το μακρινό ταξίδιπρος τα αστέρια Είσαι μοναδική στο να περιγράφεις την απόγνωση ιδωμένη από ένα φίλτρο νοιαξίματος και αγάπης συγχρόνως.
    Να την αγαπάς, να την φροντίζεις και να της εύχεσαι πάντα ότι εκεί στη γειτονιά των αστεριών να βρει ηρεμία, γαλήνη κι εσύ θα επικοινωνείς μαζί της κάθε βράδυ, με κάθε ευκαιρία.

    • Νομίζω ότι λίγο ως πολύ μέσα στην ελληνική οικογένεια όλοι αυτό κάνουμε. Μακάρι “να την κάναμε” χωρίς ταλαιπωρία. Σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο.

Comments are closed.