Χθες, με έβγαλε ο δρόμος μου στη παλιά μας γειτονιά. Εκεί στη πλατεία Αγίου Γεωργίου, όχι για σουβλάκια αλλά για τσίπουρα. Ενηλικιώθηκα πια!

Φάτσα απέναντί, είχα την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και οι μνήμες έρεαν γλυκόπιοτες,  σαν το τσίπουρο στο ποτήρι. Εκεί παντρεύτηκαν οι γονείς μας. Εκεί και οι περισσότεροι φίλοι τους. Εκεί βαφτιστήκαμε και οι δύο μας, ο καθένας με τη σειρά του. Μόνο που εσύ βλαμμένο μου, είχες πάθει μαγουλάδες από το δεξί μάγουλο και δεν ήρθες! Κοπάνα ε; Θα μου πεις, «μιλάς κι εσύ που έκανες δύο ολόκληρα χρόνια να πας να βαφτιστείς γιατί όλο αρρώσταινες, περπατώντας πήγες  σουρτούκω» και μπορεί να μου πετάξεις και τη σαγιονάρα στο κεφάλι, εκεί στο δόξα πατρί, έτσι για να θυμηθούμε τα παλιά.

Στριφογύρισα το ποτήρι με τον πάγο και μου ήρθε η λαχτάρα να σε βάλω κάτω να τα πούμε. Άραγε τα είπαμε ποτέ; Να σε ρωτήσω, τι είναι Αύγουστος αδερφέ; Και με αυτή την ερώτηση στο κεφάλι, χωρίς να είσαι απέναντί μου, άρχισα να απαντώ σαν σοφή κουκουβάγια στο γεμάτο απορίες “παιδικό” μου μυαλό.

Αύγουστος που λες, είναι οι χαρούμενες, γεμάτες προσμονή  χρωματιστές βαλίτσες,
Μια χούφτα μπουγαρίνι ανακατεμένη με γιασεμί από το χέρι της μάνας,
Μια φρυγανιά με ένα κομμάτι κασέρι,
Ένας διπλός ελληνικός καφές κάτω από τον πεύκο,
Αύγουστος είναι, οι πατητές στη θάλασσα του Τσιλιβή,
Οι κοκορομαχίες, στις πλάτες των αγοριών,
Οι τηγανιτές πατάτες με χοντρό αλάτι στη ταβέρνα του Καμπίτση,
Οι πύργοι στην άμμο,
Ο αμμοπόλεμος και … «πρόσεχε μηηη στα μάτια σου είπα»,
Αύγουστος είναι, τα στερεωμένα με μανταλάκι χαρτάκια στις ακτίνες του ποδηλάτου σου, θυμάσαι; στον κατά κόσμον Pelegrino!
Το παγωτό χωνάκι κρέμα, στο θερινό κινηματογράφο στο Αργάσι,
Τα ιδρωμένα μας πρόσωπα από την τρεχάλα,
Το σκαρφάλωμα πάνω στα λιόδεντρα στο Λόφο του Στράνη για να κυνηγήσουμε τζιτζίκια,
Η αυτοσχέδια κούνια του παππού με το χοντρό σκοινί που έκαιγε τα χέρια,
Αύγουστος είναι το παιχνίδι με τα κύματα,
Οι σπασμένες σαγιονάρες,
Το μπλε ψαροτούφεκό σου και το μαχαίρι για το ψάρεμα,
Το καλοφουσκωμένο στρώμα γεμάτο ζωντανούς αστερίες και κοχύλια,
Ο παππούς, να μας κυνηγάει παρέα με τους ψαράδες και τις βάρκες τους, θαλασσοδαρμένους να μας μαζεύουν μέσα από τα κύματα κάπου ανάμεσα σε Ζάκυνθο και Κεφαλλονιά, για να μην χάσουμε το βιός μας ολόκληρο, στρώμα και τα βατραχοπέδιλα, μάσκα και αναπνευστήρα. Το μαχαίρι σου δεμένο πάντα στο πόδι μου και όσο να πεις για το χταπόδι, αυτό την είχε κοπανήσει …
Τα βουλωμένα από τα μακροβούτια αυτιά,
Οι αχινοί που πάταγα,
Οι αχινοί που έτρωγα,
Τα ξεσκισμένα χέρια από τις πίννες για να βρω μαργαριτάρια,
Τα χταπόδια που έβγαζες, τα χταπόδια που τρώγαμε,
Τα μακροβούτια που με έμαθες να κάνω,
Οι βουτιές από τον πιο ψηλό βράχο κι ας έσκασα πρώτα με την κοιλιά,
Αύγουστος είναι η γιαγιά να απαγγέλει στα γαλλικά τη «Λίμνη» του Λαμαρτίνου,
Ο σκούρκος που σε τσίμπησε στο πόδι,
Οι σφαλιάρες που παίζατε με τον ξάδερφο,
Τα μεγάλα ηλιοτρόπια και οι ηλιόσποροι,
Οι καλύβες των ψαράδων και το ατελείωτο τραγούδι των τζιτζικιών,
Η γιαγιά με το φλιτ στο χέρι,
Η μεσημεριανή κοπάνα από το παράθυρο και το ζαχαρούχο γάλα που κλέβαμε με το δάχτυλο, κρυμμένοι πίσω από τις γλάστρες της αυλής,
Ο κόκκινος ιβίσκος,
Το κατσικίσιο γάλα που δεν μπόρεσα ποτέ να πιώ και μου έφτιαχνες πυργάκια με μαρμελάδα και μπισκότα Μιράντα για να ξεχαστώ,
Τα χτυπητά αυγά με τη ζάχαρη,
Η πρώτη ποδηλατάδα που άνοιξα το κεφάλι μου!
Αύγουστος είναι η μυρωδιά της απλωμένης σταφίδας,
Τα σκισμένα γόνατα,
Η ξυπολησιά,
Αύγουστος είναι ο μπαμπάς να έρχεται φορτωμένος με ψώνια και γκρίνια,
Οι αμμόλοφοι και οι κατρακύλες με τα μούτρα,
Το σαμπουάν με άρωμα κεράσι,
Τα εκατομμύρια αστέρια στο νυχτερινό ουρανό και η μεγάλη Άρκτος,
Τα βραδινά μπάνια στη θάλασσα του Τσιλιβή, και το έθιμο της μαλλιαρής πέτρας!
Η βιασύνη μου να μεγαλώσω και να ερωτευθώ,
Τα τραγούδια του Cristofle που άκουγα στα κρυφά για να μην με κράξεις, και της Dalida και του Joe Dassin, να για να μάθεις,
Οι Led Zeppelin, οι Queen, o Frank Zappa και οι υπόλοιποι φίλοι σου,
Το ξημέρωμα που μας έβρισκε στο Akrotiri Club να μασουλάμε τις ωραιότερες μακαρονάδες,
Τη Ντέμη με το νυχτικό μέσα στο triumph να μας μαζεύει από τα ατέρμονα ξενύχτια μας,
Τα μηχανάκια που καβάλαγα και τα μαθήματα οδήγησης που με οδηγούσαν κατευθείαν στα χαντάκια,
Τα καμένα μου πόδια από τις εξατμίσεις,
Οι καντάδες και οι αρέκιες, στα ωραιότερα πάρτυ που έστηνε ο θείος Χάρης όταν τα σπίτια ήταν ακόμα γιαπιά. «Γιαπί πάρτυ» έγραφε η ταμπέλα και είχε τοξάκια για να μην χάνουμε το δρόμο,
Η μυρωδιά του νυχτολούλουδου,
Ο Νίκος να φωνάζει «βαριέμαιιιιιιι» και «έλα εδώ εσύ μικρή να σε δείρω»,
Η Μάρω με τη κιθάρα της και τα ρολόγια που γυρίζαμε μπροστά για να γλυτώσει λίγη ώρα από τη μελέτη,
Η Ντέμη και η Συννεφούλα του Σαββόπουλου,
Ο Τετέϊ με το γλυκό του χαμόγελο και τις πρωινές βουτιές του, τα λαδομπούκια του με την τσουρλιστή ντομάτα και το τυρί,
Η Λούση και τα τσιγάρα Άσσος κασετίνα,
Οι μελιτζάνες σκορδοστούμπι του Βασίλη,
Οι βραδιές στο Μαραθιά και το καμαρωτό χαμόγελο του πατέρα γιατί σου είχε ξετρυπώσει τον καλύτερο σαργό,
Τα τραπεζώματα το δεκαπενταύγουστο για τη γιορτή της μάνας και η μπεσαμέλ που δεν μου έδενε,
Η γκρίνια σου για το παστίτσιο αλλά και για τα γεμιστά! Α πα πα δεν σε αντέχω…
Οι χρωματιστές χαρτοπετσέτες,
Τα αυτοσχέδια κηροπήγια που έφτιαχνες και μου έδειχνες με καμάρι,
Αύγουστος είναι η πανσέληνος που σχημάτιζε την ομορφότερη λεωφόρο της αγάπης στα νερά του Τσιλιβή, στο Κρυονέρι και στο Μαραθιά και οι στριμωχτές βραδιές στην Πράσινη Βάρκα,
Οι βραδιές που γίναμε φέσι παρέα και κάναμε οχτάρια αγκαλιά,
Τις εκατομμύρια χιλιάδες φορές που θέλησα να σου ανοίξω το κεφάλι αλλά τελικά σου έστειλα ένα φιλί,
Αύγουστος είναι, τα πρωινά στην πίσω αυλή κάτω από τη μανταρινιά παρέα με τις γάτες και η οικογένεια αντάμα,
Το μπάνιο με το λάστιχο και το παγωμένο νερό,
Ένα μπουγέλο με το σίγλο, από το πηγάδι της θείας Μαριάνθης και η κομμένη ανάσα,
Ένας καφές στη Πόλη,
Τα κουλουράκια του Αγίου, τα πασουμάκια του Αγίου και οι επισκέψεις του στο απέναντι νησί για να τρατάρει τον Άγιο Γεράσιμο,
Μια βανίλια υποβρύχιο στη Μπόχαλη,
Η μουσταλευριά που τη σιχαίνομαι,
Οι μαρμελάδες τις θείας Βούλας και τα σταφύλια του θείου Γιάγκου,
Αύγουστος είναι …
Αύγουστος λοιπόν είναι, τα ανοιχτά παντζούρια στις αγαπημένες ψυχές που μας συντροφεύουν και τα πορτοκαλιά χωνάκια στο φράχτη που θροΐζουν στο πέρασμά τους.

Έ και να σου πω, όπως θα έρχεσαι, φέρε μου μια γλάστρα μπουγαρίνι από τον Φαραό, έμεινε το γιασεμί μόνο του και δεν το αντέχει …

Η αδελφή σου

4 ΣΧΟΛΙΑ

Comments are closed.